Κυριακή 13 Απριλίου 2025

ΚΑΛΗ ΣΤΡΑΤΑ ΠΑΤΕΡΑ - 25 χρόνια από τον αποχαιρετισμό στον Ψαρροκωσταντή

Είναι τιμή μου να αναρτώ τέτοια ξεχωριστά και ζεστά αφιερώματα 

Στη μνήμη του πατέρα του, που απαθανατίστηκε σε μια άλλη εποχή, πάνω σε ένα μουλάρι στα βουνά, περήφανος και αγνός— κρατά τη φλόγα της παράδοσης ζωντανή. Όχι για τα φώτα και τα χειροκροτήματα, αλλά για την τιμή, την ευθύνη, και τη συνέχεια. Ετούτα τα λόγια που ξεπετιούνται μοναχά τους από την ψυχή του ανθρώπου, όταν τον διαπερνά ο πόνος, είναι πρώτα - πρώτα για τον αφέντη του, τον Ψαρροκωσταντή, που έφυγε αρχές του Μάρτη του 2000. 

 ΚΑΛΗ ΣΤΡΑΤΑ

Τέτοιες μέρες, πριν από 25 χρόνια, έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μας, ο Κωστής Στέφ. Ψαρράς [Ψαρροκωνσταντής]. Ήταν ένα από τα 15 παιδιά του παππού Ψαρροστεφάνου και της γιαγιάς Ψαρροσοφιάς, το όγδοο στη σειρά, γεννημένος το 1916. 

Του άρεσαν πολύ τα γράμματα, όμως ο απρόσμενος χαμός δύο μεγαλύτερων αδελφών του – του Ηλία, που σκοτώθηκε οδηγώντας βαγονέτο στη διάνοιξη του δρόμου Φιλώτι - Απειράνθου, και του Αντώνη, που πέθανε στον στρατό – ανάγκασαν τον πατέρα του να τον κρατήσει πίσω, αφού χρειάζονταν χέρια για τις πολλές δουλειές: στα ζωντανά, τις ελιές, τις σπορές, τα.......

θερίσματα, στ’ αλώνια, στ’ αμπέλια, στους μπαξέδες και σε τόσες άλλες ενασχολήσεις με τη σημαντική οικογενειακή περιουσία.

Βίωσε πολλά, όπως όλοι στην σκληρή αλλά περήφανη ζωή της βοσκοσύνης: στα βουνά, στα κρύα και στις βροχερές νύχτες, να προσέχει τα ζωντανά απ’ τους κλέφτες, να φυλάει τις σπαρμένες, τις ελιές· στα χιόνια, στους αέρηδες, στα πυργιά, τα καλοκαίρια να βγάζει πέτρες με σφήνες και λοστούς και να τις κουβαλά στην πλάτη για να χτίζει διμέτρους πέτρινους τοίχους και να φράζει τα χωράφια. Να ψάχνει μια ζωή για νερό, ανοίγοντας πηγάδια σε χρόνια ανομβρίας. Να κουβαλάει μέρα και νύχτα το μόχθο: τα γεννήματα, τις ελιές, τα ξύλα για τη φωτιά στο σπίτι, όπου κάποιες φορές έκανε και μήνα να πάει. Και ένα σωρό άλλες δουλειές, στον ατέλειωτο εκείνο αγώνα.

Πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Επιστρέφοντας, ολοκλήρωσε την κατασκευή του δικού του μητάτου που είχε αφήσει στη μέση φεύγοντας. Είχε βιαιοπραγήσει κατά Ιταλού στρατιώτη που πήγε στο μητάτο για πλιάτσικο κατά την Κατοχή και φυγοδικούσε. Ξεκίνησε μαζί με άλλα περίπου 17 παλικάρια του Φιλωτίου για να φτάσουν στη Μέση Ανατολή και να πολεμήσουν, όμως μετά από περιπλάνηση στα γύρω νησιά – κυρίως στο Κουφονήσι, όπου με έναν άλλο Φιλωτίτη αιφνιδίασαν, αιχμαλώτισαν και αφόπλισαν δύο Ιταλούς στρατιώτες που είχαν πάει να επιτάξουν βόδια – αναγκάστηκε να επιστρέψει, αφού ο καϊκτσής, ο Πολύδωρας όπως τον έλεγαν, δεν ξεκινούσε αν δεν έπαιρνε προκαταβολικά τις λίρες της συμφωνίας.

Τον είχε γνωρίσει και τον είχε ταχυδρόμο ο αρχηγός της Αντίστασης στη Νάξο, ταγματάρχης Γ. Δέτσης, μεταφέροντας μηνύματα σε Άγγλους κομάντος που κρύβονταν σε σπηλιά στο νοτιοανατολικό μέρος της Νάξου, συμμετέχοντας έτσι και στην Εθνική Αντίσταση. Παντρεμένος πια, πολέμησε και στον Εμφύλιο Πόλεμο, όπου βίωσε τραγικά γεγονότα – πολλές φορές μας τα διηγούνταν στο μητάτο, τα χειμωνιάτικα βράδια δίπλα στη φωτιά. Θυμάμαι τα μάτια του να βουρκώνουν.

Είχε επίσης αιχμαλωτιστεί από τους αντάρτες, αλλά την ημέρα του Τιμίου Σταυρού αφέθηκε ελεύθερος μαζί με όσους Νησιώτες είχαν συλληφθεί. Στην επιστροφή του από τον Εμφύλιο [με τη συγκατάθεση των γονιών] έφερε μαζί του ένα μικρό αγόρι από μια πολύ φτωχή, πολυμελή οικογένεια από περιοχή της Λαμίας, το οποίο, όταν οι συνθήκες βελτιώθηκαν, το έστειλε πίσω. Πριν μερικά χρόνια, το βρήκα στη Λαμία, αφού πρώτα είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο.

Αγάπησε τον τόπο και τα ζωντανά και, παρότι δικαιούταν εργασία σε δημόσια υπηρεσία λόγω συμμετοχής του στον πόλεμο, έμεινε εδώ, δεν εγκατέλειψε τα πατρογονικά χώματα. Έκανε οικογένεια με τέσσερα παιδιά, έκτισε σπίτι, έκανε αγορές γης και πορεύτηκε πάντα με αξιοπρέπεια.

Στα 81 του και ενώ ήταν ακόμα ακμαίος, ξαφνικά άρχισε να παραξενεύει η συμπεριφορά του. Στην Αθήνα, όπου τον πήγαμε, διαγνώστηκε με όγκο στο κεφάλι. Τον άφησα στην αδερφή μας και γύρισα στο χωριό, καθώς οι γιατροί έδιναν μεγάλο περιθώριο ζωής. Λίγες μέρες μετά, ένα σούρουπο, τηλεφώνησε συγγενικό μας πρόσωπο να μας πει πως πέθανε. Μαζευτήκαμε στο πατρικό μας σπίτι και από εκείνες τις ώρες μέχρι το συγκλονιστικό εκείνο χτύπημα της καμπάνας της Παναγιάς το πρωί – γιατί το νέο έφτασε σούρουπο και, ως γνωστό, οι καμπάνες δεν χτυπούν τέτοιες ώρες – περνούσαν απ’ το μυαλό μου εικόνες που είχα ζήσει μαζί του. Τότε ταίριαξα αυτό το τραγούδι για εκείνον – μα και για όλους όσους πορεύτηκαν όπως αυτός, που είναι αμέτρητοι, πιστεύω.

Το τραγούδι αυτό δημοσιεύτηκε τότε στην τοπική μας εφημερίδα ΤΟ ΦΙΛΩΤΙ και αποτέλεσε θέμα στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Η Νάξος διά μέσου των αιώνων» από τον Φιλωτίτη ομότιμο καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννη Κ. Προμπονά. Είχε επίσης ανατεθεί σε φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής προς ανάλυση και σχολιασμό. Ο φιλόλογος και Φιλωτίτης καθηγητής κ. Αντώνης Τζιώτης το παρουσίασε στο τεύχος ΝΑΞΙΑΚΑ το 2018.

Τους ευχαριστώ θερμά.

Καλή στράτα, πατέρα.


ΚΑΛΗ ΣΤΡΑΤΑ

(στη μνήμη του Ψαρροκωσταντή και όλων των παλιών ξωτάρηδων)

Καλή στράτα, αφέντη μου, στ’ άγιο σου καλντερίμι,
άσπρο ν’ ανθίσει το γιασεμί στου ουρανού το μνήμα.

Απόμειν’ ο λόγος σου στη βρύση, στο περβόλι,
κι ο ιδρώτας σου στις πεζούλες – στα δέντρα μες το χιόνι.

Στου μητάτου τη σκοτεινιά έμεινεν η ανάσα,
κι ο νους σου βόσκει τα γιδιά, ψηλά, κατά την Πλάκα.

Κι αντάμα βόσκει και η καρδιά μας,
που δε μπορεί να πιστέψει πώς εχάθηκες.

Άναψες την καδένα, ήπιαμε κάρβουνο,
και πίσω από την καλύβα, φάνηκε το φως σου.

Μα τώρα αλλού ετραβήχτηκες,
κ’ η τριχιά στ’ αλώνι άδειασε, και σώπασε το μεράκι.

Δεν πας πια μες τ’ αγκάθια με τ’ αλέτρι στα μεσάνυχτα,
δε σού 'μεινε καημός για το χαΐρι.

Μον’ έμεινεν η προσευκή σου, σαν τη φλόγα
στο καντήλι που δεν το σβήνει ο άνεμος.

Καλή στράτα, πατέρα μας,
και να μας θυμάσαι.

 


Ψαροστέφανος  Η Ψυχή του Πνευστού... Η Μουσική του Αιγαίου Δεν Σώπασε Ποτέ

Στην άκρη του Αιγαίου, εκεί που ο άνεμος φυσάει μνήμες και τραγούδια, εκεί που ο ήλιος δύει μέσα στο αλάτι και στο φως, αντηχεί ένας ήχος που μοιάζει να έρχεται από τα βάθη του χρόνου. Είναι ο ήχος της τσαμπούνας τραχύς και λυρικός μαζί, σαν την ψυχή του νησιού. Κι αυτός ο ήχος έχει όνομα· λέγεται Ψαροστέφανος.

Γέννημα και θρέμμα των νησιών, με την αρμύρα χαραγμένη στο δέρμα και το θρόισμα του θυμαριού στα πνευμόνια του, ο Ψαροστέφανος δεν έμαθε απλώς να παίζει την τσαμπούνα. Την έμαθε να μιλά. Με τα χείλη του γίνεται η φωνή της πέτρας, της θάλασσας, του μεσημεριού που ψήνεται στο καμίνι του καλοκαιριού, του χειμώνα που φυσάει στα ξωκλήσια.

Δάσκαλος των παραδοσιακών πνευστών, αλλά και φύλακας μιας άυλης κληρονομιάς, δεν αναπαράγει τη μουσική· την ανασαίνει, τη ζει, την ξυπνά απ’ τον λήθαργο της λησμονιάς. Κάθε του νότα είναι κάλεσμα στα πανηγύρια, στους χορούς, στους κύκλους όπου τα πόδια χτυπούν τη γη και οι καρδιές γίνονται μία.

Ο Ψαροστέφανος δεν είναι ένας απλός μουσικός. Είναι γεφύρι ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Είναι η απόδειξη πως η παράδοση δεν είναι κάτι παλιό  είναι κάτι ζωντανό, που πάλλεται με κάθε φύσημα, με κάθε ανάσα της τσαμπούνας του. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: