Σελίδες

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

ΤΑ ΤΡΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΩΣΗ

Αγκαλιά με το λαούτο

Μουσικές καταγραφές- προσωπικές εμπειρίες

Στοχασμοί για το νησιώτικο γλέντι
από το λαουτιέρη του Αιγαίου
Το βιβλίο αυτό αφιαιρώνεται σε όλους τους
νέους μας στους οποίους εύχομαι να αγαπούν
και να ακολουθούν την παράδοσή μας
Εγώ με το λαούτο μου
δεν τραγουδώ με νότες
αυτόν το στίχο έγραψα
για τους καλούς εκδότες
Σαχάς Θωμάς κ' οΝίκος
Ζωγράφος είναι ο Σαχάς
των άλλων είν' ο Οίκος

Ο παραδοσιακός Αξώτης λαουτιέρης
(40 χρόνια λαούτο)

Ο ΚΩΜΙΑΚΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ «Γεννήθηκα το 1930 σ’ ένα χωριό της Νάξου, που το λένε Κωμιακή (Κορωνίδα), από Κωμιακίτες γονείς. Το χωριό είναι βορειοανατολικά του νησιού σε μια βουνοπλαγιά και σε υψόμετρο 700 μ. Απέχει 38 χιλ. από την πόλη (Χώρα)».
«Μεγάλωσα και λάτρεψα το χωριό αυτό και γενικότερα το νησί μου. Στην οικογένεια μου ήμασταν 4 αγόρια και 2 κορίτσια. Είμαι το τέταρτο κατά σειρά παιδί της οικογένειάς μου. Εκείνα τα χρόνια ήταν φτωχά και δύσκολα. Ήρθε και η κατοχή του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου που με βρήκε να είμαι μαθητής της 5ης τάξης του Δημοτικού σχολείου Κωμιακής. Ο πατέρας μου είχε ζουλοπρόβατα κι έτσι αναγκάστηκα να κάνω το βοσκό στα βουνά του χωριού μου. Στα χρόνια αυτά αντιμετώπισα πολλές κακουχίες (κρύα, βροχές, χιόνια) χωρίς ψωμί και λάδι. Τις πιο πολλές φορές βρεχόμουνα πριν βγάλω απ’ τη μάντρα το κοπάδι και όλη μέρα ήμουν με τα ρούχα βρεγμένα. Τα παπούτσια ήταν φτιαγμένα από καουτσούκ (λάστιχα αυτοκινήτων). Για φαγητό έτρωγα κι εγώ χόρτα απ’ αυτά που τρωγότανε κι έπιανα και καμιά κατσίκα και τη βύζαινα Για ενδυμασία φορούσαμε ό,τι γινόταν απ’ τις τρίχες των ζώων. Παντελόνι τρίχινο από τρίχες κατσίκας ή τράγου. Φανέλες, μπλούζες από μαλλιά προβάτου και πατατούκα από βρασμένο μαλλί προβάτου. Αλλά το καλοκαίρι, και γενικά τις καλές μέρες, χαιρόμουνα την ομορφιά της φύσης και τον καθαρό αέρα του βουνού. Οι βοσκότοποι είναι σε ύψος 750-800 μ. Την άνοιξη οι μυρωδιές που ξεχώριζαν, και που ακόμα τις θυμάμαι, είναι της ασπαρθιάς, του ασπάλαθρα, του φρύγανου και του χαμομηλιού».
«Η ζωή αυτή ακολούθησε μέχρι το 1950, όπου και μου έγινε η πρόταση να γίνω λαουτιέρης από τον αείμνηστο Μιχάλη Λιαγούρη, ο οποίος είχε καφενέ και πλάτσα στο κέντρο του χωριού μπροστά στην εκκλησία τη “Θεοσκέπαστη”. Ο γιος του έπαιζε και παίζει βιολί και για να του κάνει σύντροφο διάλεξε εμένα απ’ όλα τα κοπέλια του χωριού. Όπως αποδείχθηκε από την όλη μου πορεία στη μουσική, ο άνθρωπος αυτός είχε μεγάλη ικανότητα, ώστε ν’ ανακαλύψει πως έκανα γι’ αυτή τη δουλειά. Διερωτώμαι με ποια σιγουριά διάλεξε εμένα απ’ όλα τα κοπέλια του χωριού και βρίσκω ότι με ξεχώρισε από τον χορό που χορεύαμε στην πλάτσα του και επειδή ήταν πολύ μερακλής και χορευτής γι’ αυτό και δεν έπεσε έξω. Εγώ ξαφνιάστηκα ακούγοντας την πρόταση του και ο πατέρας μου έφερε μεγάλη αντίρρηση λέγοντας του: “Άστο το κοπέλι ήσυχο, γιατί δεν ‘εροσύρνουνε σ’ αυτό το επάγγελμα”. Ο Μιχάλης Λιαγούρης όμως, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις, τηλεγράφησε στην Αθήνα σε κάποιο ταχυδρόμο (Στοβογιώργη) να πάρει ένα λαούτο να το φέρει στο χωριό και όσα κάνει θα του τα δώσει. Αφού λοιπόν το έφερε, ο πατέρας μου το θεώρησε υποχρέωσή του να το πληρώσει. Το ίδιο βράδυ το κούρδισε ο γιος του ο Βασίλης Λιαγούρης και μου έδειξε τα πρώτα πιασίματα. Το ΛΑ, το ΣΙ, ΝΤΟ, ΡΕ, ΜΙ. Μου είπε ότι με τα τρία δάκτυλα είναι το Μινόρε και με το τέταρτο γίνεται Ματζόρε. Αμέσως μου είπε να πιάσω Σι Μινόρε και ξεκίνησε παίζοντας “τσι γειτόνισσες”. Εγώ όμως, που όλα αυτά τα χρόνια που ήμουν βοσκαρούδι, τραγουδούσα όλη μέρα στις βουνοπλαγιές και χόρευα όπου έβρισκα στρωτό μέρος, προπάντων στ’ αλώνι. Ήξερα και όλα τα τραγούδια, αυτά που έπαιζαν τα βιολιά, μια και ραδιόφωνα δεν υπήρχαν στην Κωμιακή τότε για να τα μάθουμε από αλλού. “Οι γειτόνισσες” λοιπόν, ήταν το αγαπημένο μου τραγούδι, και το τραγούδησα αμέσως. Εγώ από ρυθμό και τραγούδι δεν είχα πρόβλημα. Επακολούθησαν κι άλλα τραγούδια κρατώντας τον τόνο που μου είπε και μην αλλάζοντάς τον. Αυτό ήταν αρκετό για τον πατέρα του Βασίλη Λιαγούρη και για πολλούς φίλους που ήθελαν να χορέψουν. Μας έφτιαξε, λοιπόν ένα πάλκο βάζοντας δύο τραπεζάκια του καφενείου δίπλα – δίπλα και δύο καρέκλες απάνω και μια μπροστά για ν’ ανέβουμε να παίξουμε. Έτσι άρχισε το γλέντι και κράτησε μέχρι το πρωί. Για μένα όμως που ήταν η πρώτη φορά τα δάκτυλά μου μάτωσαν με τις χορδές. Το σώμα μου πήρε το καθιστό της καρέκλας και το πρωί δεν μπορούσα να ισιώσω».
Τα πρώτα λεφτά που έπιασε στα χέρια του, στάθηκαν η αφορμή να μην ξαναπιάσει άλλη δουλειά, παρά να κρατά το λαούτο και να μελετά. Και τι μπορούσε αλήθεια να μελετά τότε…

«Είχα ακούσει από το δάσκαλο του σχολείου ότι η μουσική είναι μεγάλη τέχνη αφού με 7 φωνές γράφονται τόσα τραγούδια και δεν μοιάζει το ‘να με τ’ άλλο. Έχοντας αυτό στο μυαλό μου έψαχνα πάνω στο λαούτο να βρω 7 ΛΑ, 7 ΣΙ, 7 ΝΤΟ, 7 ΡΕ, 7 ΜΙ. Έτσι προχώρησα και βρήκα 5 ημιτόνια και πολλά άλλα. Αυτοδίδακτος λοιπόν και έχοντας πρότυπο ένα καλό λαουτιέρη, τον Δημήτρη Φυρογένη, προσπαθούσα να τον αντιγράφω βλέποντας τον να παίζει σε διάφορους γάμους και πανηγύρια. Γίναμε, από τότε, τακίμι με το Λιαγούρη και παίζαμε σε γάμους, σε πανηγύρια και σε κάθε χαρά».


Ο Μιχάλης Κονιτόπουλος (Μωρός) στο βιολί, ο Δημήτρης Φυρογένης (Μετοχάρης) στο λαούτο, ο Γιάννης Χατζόπουλος στο κλαρίνο και ο Βασίλης Χατζόπουλος στο λαούτο.
«Εγώ τα πρώτα χρόνια έπαιζα και τραγουδούσα στο χωριό μου μέχρι που με άκουσε ο Μωρός (ο Μιχάλης Κονιτόπουλος), ο αξέχαστος και ακούραστος βιολιτζής που τον θαύμαζαν όλοι στο νησί για το ωραίο Βιολί που έπαιζε. Εκείνος μου πρότεινε να πάω μαζί του, να γίνουμε τακίμι. Εγώ ευχαρίστως το δέχθηκα, για να γνωρίσω και να με γνωρίσουν όλοι οι Ναξιώτες και Ναξιώτισσες».

«Τα χρόνια όμως ήταν φτωχά και μόνο σε γιορτές παίρναμε και εμείς κάποια λεφτά. Τον υπόλοιπο καιρό καθόμαστε μέχρι να τύχει κανένας γάμος ή κανένα πανηγυράκι. Γι’ αυτό, οι περισσότεροι οργανοπαίκτες ήταν άλλος τσαγκάρης, άλλος κουρέας, άλλος μαραγκός, άλλος φούρναρης, άλλος καφετζής, άλλος μυλωνάς, και γεωργοί ακόμη ήταν ορισμένοι, παρ’ όλο που η σκληρή δουλειά στο χωράφι τους χάλαγε τα χέρια και δεν μπορούσαν να αποδώσουν στη μουσική όσο θέλανε. Γι’ αυτό οι περισσότεροι προτιμούσαν τα ελαφριά επαγγέλματα».


«Η συνεργασία μας όμως, με τον Μιχάλη Κονιτόπουλο, διακόπηκε γιατί έπρεπε να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία, η οποία κράτησε 18 μήνες. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που βγήκα έξω απ’ το νησί. Παρουσιάστηκα στο κέντρο Κορίνθου, ως νεοσύλλεκτος και μετά από 40 μέρες εκπαίδευση, πήρα απόσπαση για το 519 τάγμα πεζικού, που η έδρα του ήταν στη Δράμα. Η ειδικότητα μου ήταν ελεύθερος σκοπευτής και για ιδιαίτερη εκπαίδευση έμεινα 2 μήνες στο Νευροκόπι της Δράμας. Εκεί εκπαιδεύτηκα και ανιχνευτής. Γυρίζοντας ξανά στο τάγμα πεζικού στο οποίο ανήκα, σε λίγο καιρό απολυόταν η προηγούμενη σειρά οπλιτών. Τότε απολύθηκε και ο αποθηκάριος του τάγματος και βάλανε εμένα αποθηκάριο στη διαχείριση του τάγματος, όπου τροφοδοτούσαμε όλους τους λόχους του τάγματος με ιματισμό και υποδήματα. Έτσι η θητεία μου περνούσε πολύ ευχάριστα, χωρίς σκοπιές, πορείες και αγγαρείες».

Μέχρι που έφτασε η μεγάλη ώρα που ο Βασίλης Χατζόπουλος απολύθηκε στις 15-10-1954 και επέστρεψε στη Νάξο, για να συνεχίσει ξανά τη μουσική του δουλειά, που τόσο αγάπησε και αγαπά. «Συνέχισα λοιπόν τη συνεργασία μου με τον Μωρό, χειμώνα – καλοκαίρι. Τότε γνωρίστηκα με όλο το Ναξιώτικο λαό και κοίταξα και για νέους ορίζοντες. Αργότερα, έφευγα το χειμώνα από τη Νάξο και γύριζα τη Μεγαλοβδομάδα. Το διάστημα αυτό έμενα στην Αθήνα και τραγουδούσα κάθε Κυριακή σε κάποιες ταβερνούλες κυρίως στο Γαλάτσι όπου και κατοικούσα».

Την εποχή εκείνη, το 1958, προσπάθησα να μπω στο κρατικό ραδιόφωνο να παίξω και να τραγουδήσω να γίνω γνωστός και σ’ άλλον κόσμο. Ήταν πολύ δύσκολο, γιατί υπήρχε μουσική επιτροπή υπό τη διεύθυνση του Σίμωνος Καρρά. “Δόξα τω θεώ” όμως, τα κατάφερα και εγκρίθηκα ύστερα από ακρόαση της επιτροπής. Από τότε άρχισα να κάνω τακτικά εκπομπές με Ναξιώτικα τραγούδια και από το 1961-1963 κάθε Κυριακή κάναμε νησιώτικη εκπομπή στο 1ο Ραδιοφωνικό Πρόγραμμα με τον Σταμάτη Μπαρδάνη. Ο Σταμάτης έπαιζε το πιο γλυκό Βιολί και είχαμε γίνει ένα καλό τακίμι. Η καταγωγή του ήταν απ’ την Απείρανθο και όταν δεν έπαιζε βιολί ήταν ο καλός κουρέας του χωριού του. Ήταν αισθηματίας, του άρεσε να πίνει και να κοιτάζει τις όμορφες γυναίκες και γι’ αυτό ίσως έπαιζε τόσο καλό βιολί αν και αυτοδίδακτος. Την μουσική επιμέλεια στις ραδιοφωνικές εκπομπές, είχαν ο Νίκος Σφυρόερας και ο Γιάννης Μαντζουράνης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου