ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΠΡΩΙΝΟ
'Aιvτε γυναίκα, ώρα πια, η Ανατολή ροδίζει,
σύκωσ' απάνω τα παιδιά, καινούργια μέρα αρχίζει.
Κι έχουμε ένα σωρό δουλειές και φρεσκοποτισμένα
και στα ακρωτήρι θά πρεπε να τά 'χουμε σπαρμένα.
Να πάει ο μεγάλος στου Κανά, ο άλλος στη Χίλια-Βρύση.
Να πάει κι η κοπελούδα μας σπόρο να τους κουκίσει
Για 'ρδίνιασέ με, βάλε μου κρασί μες το πιτάρι,
να πάω με τους δυο μικρούς κάτω σιου Ιαλισκάρη.
Και ο γραμματιζούμενος, που "ρθεν από τη Χώρα,
ξύπvα τον λίγο πιο αργά κι άμα θε νά 'ρθει η ώρα
να πάρει τον κυρ-Μέντιο και τ' άλλο το κοπέλι
να πάνε να φορτώσουνε σταφύλια από τ' αμπιέλι.
Και συ, μετά το ζυμωτό, σαν τα μωρά κοιμίσης
να πας εδώ στα σώκωρα, ν' ανοίξεις, να ποτίσεις,
από τ' απάνω το στερνί, που κάθε δυο γεμίζει,
κι άσ τα σχολιαροπούλα μας το σπίτι να φροντίζει.
Και καμαρώνει η μάνα πια, τον άνδρα, τα παιδιά της,
καλή στράτα τους εύχεται με όλη την καρδιά της.
Και περιμένει για να "ρθεί το βράδυ να γυρίσουν,
το σπίτι από ξεφωνητά και γέλια να γεμίσουν ...
Νικηφόρος Αλιμπέρτης ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου