Στο τζακαράδικο του Μιχαλουδομιχάλη.
Από αριστερά ο Μιχάλης Ι Χατζόπουλος (Μιχαλουδομιχάλης),
ο Βασίλιος Ι. Κορρές (Πετινοβασίλης),
ο Μιχάλης Αλιμπέρτης της Αουστιτσορήνης,
ο Γιάννης Βασ. Χωριανοπουλος (του Πορδοβασίλη),
ο Γιάννάκης του Μιχαλουδομιχάλη
και ο Δημήτριος Κ. Χατζόπουλος. του Μιχαλουδοκωστή
Μιχάλης Χατζόπουλος (Μιχαλουδομιχάλης)
Κουντουράδες-Τσαγκάρηδες- Παπουτσήδες – Παπουτσάνηδες
Το παραδοσιακό επάγγελμα του τσαγκάρη, τουλάχιστον στην παλιά του μορφή, καθημερινά όλο και χάνεται. Βασικοί λόγοι που συνετέλεσαν και συνεχίζουν να συντελούν σε αυτή την εξαφάνιση του παραδοσιακού τσαγκάρη είναι η μηχανική τελειοποίηση των υποδημάτων, η τεράστια ποικιλιών παπουτσιών για κάθε ηλικία, εργασία και ασχολία, ώστε να καλύπτονται όλα τα γούστα, καθώς και η γρήγορη βιομηχανοποιημένη κατασκευή τους.
Ρίχνοντας μια ματιά στις περασμένες δεκαετίες, τότε που υπήρχαν περισσότεροι τσαγκάρηδες, έρχονται στο μυαλό μας εικόνες ανθρώπων βιοπαλαιστών, που σκυμμένοι πάνω σε έναν πάγκο γιομάτο εργαλεία, με μια ποδιά άσπρη να κρέμεται από το λαιμό με ένα κορδόνι και με χέρια πάντα απασχολημένα, επιδιόρθωναν παπούτσια.
Αυτός ήταν ο τσαγκάρη ή μπαλωματής, ο τεχνίτης δηλαδή που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Παλιά κάποιοι τσαγκάρηδες γύριζαν στις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για να τα επισκευάσουν. Αυτούς κυρίως ο λαός τους αποκαλούσε μπαλωματήδες.
Το τσαγκάρικο ή τσαγκαριό είχε στο κέντρο του έναν πάγκο με τα σύνεργά του. Ο πάγκος ήταν ένα ξύλινο μικρό τραπεζάκι, το οποίο ήταν χωρισμένο στις τέσσερις γωνίες με ξύλινο κορδόνι και σχημάτιζε τέσσερα τρίγωνα. Στα τρίγωνα αυτά ο τσαγκάρης είχε παπουτσόκαρφα διαφορετικών μεγεθών για τα παπούτσια. Γύρω γύρω από τον πάγκο κρέμονταν δερμάτινες θήκες, όπου μέσα υπήρχαν εργαλεία. Πάνω στον πάγκο είχε τα σφυριά και τα σφυράκια, βελόνες, σουβλιά, λίμες, γάντζο για το καλαπόδι, μανάτι (ακόνι για τις φαλτσέτες), τανάλιες μονταρίσματος και για τις πρόκες, φαλτσέτες (μακριές ατσάλινες λάμες για το κόψιμο των δερμάτων) ράσπες, κατσαμπρόκο, διάφορα σουβλιά (σπαθάτα και πατωτικά, τα οποία είναι εργαλεία με οξύ άκρο, που με αυτά ο τσαγκάρης ανοίγει τρύπες στα δέρματα), σακοράφες, και καλαπόδια, μεζούρα και ξυλόπροκες.
Στους τοίχους του τσαγκάρικου, κρέμονταν τα ζευγάρια με τα καλαπόδια σε διαφορετικά νούμερα, για να ανοίγει ο τσαγκάρης τα παπούτσια τα οποία ήταν στενά ή τα χρησιμοποιούσε για καλούπια, όταν κατασκεύαζε ένα ζευγάρι παπούτσια καινούρια. Σεένα άλλο πάγκο ή σκαντζιά υπήρχαν οι κόλλες, ο σπάγκος, το κερί για να κερώσουν το σπάγκο και λίγο πιο κει η ποδοκίνητη μηχανή του ραψίματος, για να ράβουν γρήγορα τα παπούτσια και η πατούνα (το αμόνι του τσαγκάρη) και το τρίποδο.
Πολλοί τσαγκάρηδες είχαν και βοηθούς, τα λεγόμενα τσιράκια ή παραγιοί, που κάθονταν δίπλα στον μάστορα για να μάθουν την τέχνη αυτή. Πρώτη τους δουλειά ήταν να κερώνουν τον σπάγκο και πολλές φορές να περνούν καρφιά εκεί που χρειάζονταν, έπειτα από υπόδειξη του μάστορα
Τα παπούτσια την παλιά εποχή ήταν χειροποίητα και όταν δεν υπήρχαν ακόμη οι κόλλες και οι μηχανές, ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ένας τσαγκάρης παπούτσια έπρεπε να αγοράσει δέρμα. Τα δέρματα ήταν δυο λογιών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιαχνε το κάτω μέρος, δηλαδή τις σόλες.
Οι τσαγκάρηδες έβαζαν τακούνια, σόλες και μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα παπούτσια. Για τα καινούρια παπούτσια έπαιρναν μέτρα του πελάτη, ο οποίος πατούσε σε ένα χοντρό χαρτί, και με ένα μολύβι ο τσαγκάρης του έπαιρνε τη στάμπα, δηλαδή το αποτύπωμα του πέλματος, το μάκρος, τα δάχτυλα, το πασάγιο, το κουτουπιέ.
Οι τσαγκάρηδες δε δούλευαν τη Δευτέρα, ήταν «Τσαγκαροδευτέρα». Γιʼ αυτό πειράζουν όσους δεν εργάζονται κάποια μέρα λέγοντάς τους
«Τσαγκαροδευτέρα είναι σήμερα;»Η φράση αυτή στηρίζεται στη συνήθεια που είχαν παλιά οι τσαγκάρηδες και ιδίως οi μπαλωματήδες της Παλιάς Αθήνας, αυτοί που έκανα μόνο επιδιόρθωση των παπουτσιών και ήταν υπαίθριοι, οι οποίοι με ένα μεγάλο σακί γύριζαν στις γειτονιές για να μαζέψουν τα παπούτσια. Παρατηρήθηκε ότι ποτέ δεν περνούσαν τη Δευτέρα, ούτε και το μαγαζί τους άνοιγαν. Από αυτή τη συνήθεια βγήκε και η πιο πάνω πειραχτική φράση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου