Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Μανώλης Φάρκωνας Σκαδό Νάξου Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και καθοδήγητης των οργανώσεων του ΚΚΕ στις Κυκλάδες. (1910-2001)

Ο Μανώλης Φάρκωνας 
Γεννήθηκε στο Σκαδό Νάξου τον Δεκέμβριο του 1910. 
Ήταν μέλος πολύτεκνης  οικογένειας, φοίτησε στο σχολαρχείο Τραγαίας και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του στις φυλακές και τις εξορίες με το διάβασμα, αλλά και με τα μαθήματα  που οργάνωναν οι πολιτικοί κρατούμενοι και εξόριστοι κομμουνιστές.
  Σε νεαρή ηλικία έφυγε στην Αθήνα (1928), όπου εργαζόμενος έγινε ηλεκτρολόγος. Σε νεαρή ηλικία μυήθηκε στον κομμουνισμό από τον πρώτο εργοδότη του (Σπύρο Ματαράγκα), έγινε μέλος στο σωματείο ηλεκτροτεχνητών, και ανέπτυξε πλούσια συνδικαλιστική δράση. Διετέλεσε  γραμματέας του σωματείου, όταν Πρόεδρός του ήταν ο Καστρινός, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη στην Κατοχή.
  Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 το εργατικό κίνημα δυναμώνει, οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες είναι καθημερινές, αλλά και η αντιμετώπισή τους από τις αρχές σκληρή. 
Στις 4 Αυγούστου 1936, την ημέρα που είχε αναγγελθεί 24ωρη παναθηναϊκή-πανεργατική απεργία, ο Ιω. Μεταξάς, σε συνεργασία με τον βασιλιά Γεώργιο, καταλύει το Σύνταγμα, διαλύει τη Βουλή και επιβάλλει δικτατορία. 
1982 ΓΛΕΖΟΣ-ΦΑΡΚΩΝΑΣ-ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗΣ.-ΗΛ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

1982 ΓΛΕΖΟΣ-ΦΑΡΚΩΝΑΣ-ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗΣ.-ΗΛ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ


  ΜΑΝ. ΦΑΡΚΩΝΑΣ ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ-ιΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ 1940-1945


Με την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου η απεργία ματαιώθηκε και οι αρχές Ασφαλείας εξαπέλυσαν αμείλικτους διωγμούς εναντίον των συνδικάτων και του ΚΚΕ, που το έθεσαν εκτός νόμου. Ακολουθούν ομαδικές συλλήψεις, οι φυλακές και τα ξερονήσια γεμίζουν με πολιτικούς εξόριστους, δημοκράτες, κομμουνιστές και συνδικαλιστές. Οι εργαζόμενοι αντιδρούν και με πρωτοβουλία της εκτός νόμου κομμουνιστικής νεολαίας (ΟΚΝΕ) δημιουργείται από εργάτες, φοιτητές και μαθητές η οργάνωση  «Αντιδικτατορικό Μέτωπο».
   Στις πλατείες της Αθήνας και στις εργατικές συνοικίες οργανώνονται οι λεγόμενες «πεταχτές» (αιφνιδιαστικές) συγκεντρώσεις με συνθήματα κατά της βασιλομεταξικής δικτατορίας.              
Σε μια τέτοια «πεταχτή» συγκέντρωση, στη διασταύρωση Αιόλου και Ευριπίδου στις 4 Μαρτίου 1938  συνελήφθη ο Μ. Φάρκωνας μαζί με πολλούς άλλους διαδηλωτές. Μεταφέρθηκε στη Γενική Ασφάλεια όπου βασανίστηκε σκληρά επί ένα μήνα και, επειδή αρνήθηκε πεισματικά να κάνει δήλωση αποκήρυξης της ιδεολογίας του, με απόφαση του διαβόητου Υπουργού Δημόσιας Ασφάλειας Κ. Μανιαδάκη, εξορίστηκε. Ο Μανιαδάκης είχε  καλέσει τους γονείς του και τους ζήτησε να τον πείσουν να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού. Εκείνος όμως και πάλι αρνήθηκε, για να εξοριστεί στη συνέχεια στη Φολέγανδρο, που είχε επιλεγεί μαζί με άλλα μικρά και άγονα νησιά ως τόπος εξορίας των κομμουνιστών. Την εποχή αυτή βρίσκονταν στη Φολέγανδρο 130 κομμουνιστές πολιτικοί εξόριστοι του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, οι οποίοι δημιούργησαν εκεί την Ομάδα Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων Φολεγάνδρου (ΟΣΠΕΦ).
   Με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 οι πολιτικοί εξόριστοι της Φολεγάνδρου και άλλων νησιών έκαναν ομαδικές και ατομικές αιτήσεις στις ελληνικές αρχές να τους απελευθερώσουν, για να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή του Μετώπου. Το αίτημά τους απορρίφθηκε, διότι δεν υπέγραφαν δήλωση μετανοίας και οι αστυνομικές αρχές τους κράτησαν για να τους παραδώσουν στους κατακτητές. Στη Φολέγανδρο ο Μ. Φάρκωνας έμεινε μέχρι και τους πρώτους μήνες της Κατοχής (αρχές Μάη 1941).
Σε ανέκδοτο σημείωμά του γράφει: «Καθώς ήμασταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία του χωριού και παρακολουθούσαμε ειδήσεις από το ραδιόφωνο της κοινότητας, που το εγκατέστησα και το χειριζόμουνα εγώ ως ηλεκτρολόγος, ακούμε μιαν αναπάντεχη είδηση, που έλεγε: «Όλες οι δικαστικές αποφάσεις του Υπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας της προηγούμενης Κυβέρνησης αναθεωρούνται». Τότε ρίχνει το σύνθημα ο Παντελής Καρακίτσης, καθοδηγητής της ομάδας: -Αμνηστία – αμνηστία. Χάλασε ο κόσμος από τον ενθουσιασμό. Οι κάτοικοι του χωριού μας έδιναν συγχαρητήρια. Ακόμη και η φρουρά»  
[i]. Με τη σύγχυση που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση του Μετώπου και την ιταλική Κατοχή, πολλοί κομμουνιστές κατορθώνουν να δραπετεύσουν  από τις διάφορες φυλακές και τα ξερονήσια. Σε μερικές περιπτώσεις η δραπέτευση έγινε με την ανοχή των  τοπικών αστυνομικών αρχών, όπως στη Φολέγανδρο, σε άλλες όμως, όπως στην Ανάφη, όσοι δεν κατάφεραν να δραπετεύσουν, παραδόθηκαν από τον αστυνόμο Ρήγα στους κατακτητές, για να μεταφερθούν αργότερα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και να οδηγηθούν οι περισσότεροι στο εκτελεστικό απόσπασμα,  θύματα των αντιποίνων που έκαναν οι Γερμανοί για να κάμψουν την Παλλαϊκή Εθνική Αντίσταση.
              Οι πολιτικοί εξόριστοι της Φολεγάνδρου από τη μέρα της κήρυξης του πολέμου αναζητούσαν τρόπους να δραπετεύσουν από το νησί. Η προσπάθεια αυτή εντάθηκε από την Άνοιξη του 1941 με την πλήρη κατάρρευση και την Κατοχή.
              Γράφει ο Μ. Φάρκωνας: «Το πρώτο κιόλας βράδυ φύγανε όλοι οι Κρητικοί: Μαριακάκης Θύμιος, Μανουσάκης Νίκος, Πισσαδάκης Μανώλης, Καλαϊτζάκης Γιάννης, Βυζαξάκης Μιχάλης, Τριανταφύλλου Γιάννης, Σιμιτζής Γιάννης μαζί με το Στέργιο Αναστασιάδη, Μέλος του Π.Γ. του Κ.Κ.Ε. και Γραμματέας της Επιτροπής Ελέγχου. Μαζί φύγανε για την Κρήτη και πέντε Κρητικοί χωροφύλακες»
 [ii].Στο διάστημα από 10-18 Μαΐου 1941 δραπέτευσαν από τη Φολέγανδρο και οι 130 πολιτικοί εξόριστοι. Πρώτοι δραπέτευσαν  οι Κρητικοί για τη μεγαλόνησο. Ακολούθησαν  οι Αιγαιοπελαγίτες, παρά τις αντιδράσεις και τις απειλές των χωροφυλάκων, που κύκλωσαν το καΐκι τους. Εκείνες τις μέρες έφθασε στο λιμάνι της Φολεγάνδρου, το Καραβοστάσι, ένα καΐκι επιταγμένο από τους Γερμανούς, το οποίο μετέφερε στη Μήλο μικρό αριθμό Γερμανών στρατιωτικών, οι οποίοι βγήκαν στη Φολέγανδρο για να  ελέγξουν αν τους κάνει το νησί για βάση ή για παρατηρητήριο.
              Μόλις έγινε γνωστή η άφιξη του καϊκιού, κάποιοι απ’ τους πολιτικούς εξόριστους, που βρίσκονταν εκεί κοντά σε κάποια  κτήματα, που είχαν νοικιασμένα από τον παπά του χωριού και τα καλλιεργούσαν για να ζουν (το επίδομα που έπαιρναν από το κράτος ήταν μόλις 10 δραχμές), ένας νεαρός πολιτικός εξόριστος, φοιτητής της Νομικής και αθλητής, έτρεξε στο χωριό και ενημέρωσε την  ομάδα πριν ανέβουν οι Γερμανοί.
              Οι εξόριστοι αποφάσισαν να επιδιώξουν συνάντηση με τους Γερμανούς και συγκρότησαν για το σκοπό αυτό μια επιτροπή με τον Βασίλη Μαρκεζίνη, που ήξερε γερμανικά. Η επιτροπή συνάντησε τους Γερμανούς στην είσοδο του χωριού και, αφού τους δήλωσαν ότι είναι  πολιτικοί εξόριστοι του καθεστώτος και ότι κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα, τους ζήτησαν να τους πάρουν με το καΐκι μαζί τους στη Μήλο.              
 Οι Γερμανοί αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα με τη δικαιολογία ότι είχαν να πάρουν  διακόσιους Άγγλους αιχμαλώτους από τη Μήλο για να τους μεταφέρουν στον Πειραιά. Τελικά όμως πείστηκαν και πήραν μέχρι τη Μήλο οκτώ άρρωστους πολιτικούς εξόριστους, τους Κ. Χατζήμπαλη, Μ. Φάρκωνα, Αλ. Ωρολογά, Χρ. Σαπουνά, Ν. Μπουρέκα κ.α.) 
[iii]. Ο Μ. Φάρκωνας προ εικοσαημέρου είχε κάνει αιμόπτυση εξ αιτίας ενός κρυολογήματος, αλλά και λόγω των κακών συνθηκών διαβίωσης.
 Στη Μήλο έφθασαν από τη Φολέγανδρο και άλλοι πολιτικοί εξόριστοι, οι οποιοι με άλλο καΐκι αναχώρησαν για τον Πειραιά. Στον Πειραιά χωρίστηκαν, αφού πρώτα όρισαν μια γιάφκα συνάντησης κάπου στην Αθήνα
Τις πρώτες μέρες της Κατοχής δραπέτευσαν από τα ξερονήσια και τις φυλακές διακόσιοι περίπου κομμουνιστές. Αργότερα οργανώθηκαν μερικές ακόμα αποδράσεις 
   [iv]. Οι πρώην εξόριστοι κομμουνιστές της Κιμώλου και της Φολεγάνδρου συναντήθηκαν στην Αθήνα και αντάλλαξαν απόψεις για την αναδιοργάνωση του διαλυμένου και διαβρωμένου από τις αρχές ασφαλείας ΚΚΕ. Αρχικά συγκροτήθηκε μια τριμελής επιτροπή με στόχο την αναδιοργάνωση του διαλυμένου Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι μόνοι κομμουνιστές που ήταν υπεράνω κάθε υποψίας ήταν οι πολιτικοί εξόριστοι και φυλακισμένοι. Αυτοί, με την απελευθέρωσή τους, πήραν την πρωτοβουλία να «στήσουν» εξ αρχής το Κόμμα, απαλλαγμένο από τους χαφιέδες. Την τριμελή επιτροπή αποτέλεσαν οι Παντελής–Σίμος Καραγκίτσης, Αριστοτέλης Μπούρας και Λευτέρης Αποστόλου. Η επιτροπή αποφάσισε την ίδρυση Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, καθώς και ποιες οργανώσεις, κόμματα και προσωπικότητες θα καλέσει να συμμετάσχουν σ’ αυτή την προσπάθεια. Από τις πρώτες  ενέργειες της Επιτροπής ήταν να στείλει στα χωριά τους όλους τους επαρχιώτες κομμουνιστές, που γύρισαν απ’ την εξορία, με σκοπό να δημιουργήσουν εκεί το συντομότερο δυνατό κομματικές και άλλες μαζικές οργανώσεις για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
              Στο μεταξύ το κατοχικό Υπουργείο Δημοσίας Τάξης, βλέποντας τα νησιά να αδειάζουν με τις αποδράσεις από τους κομμουνιστές πολιτικούς εξόριστους, εξέδωσε διαταγή σύλληψης των δραπετών: «Όσοι εξόριστοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάρρευση και δραπέτευσαν, να συλληφθούν και να ξανασταλούν στους τόπους εξορίας».
              Ο Μ. Φάρκωνας, έμεινε για λίγο διάστημα στην Αθήνα για να φροντίσει το πρόβλημα της υγείας του και να εξασφαλίσει την  επαφή του με το Κόμμα. Στις αρχές του καλοκαιριού έφυγε με εντολή του Κόμματος για τη Νάξο, μέσω Ραφήνας, με το καΐκι του Β. Τζαννίνη και ανέβηκε με τα πόδια στο χωριό του (Σκαδό), όπου συνάντησε τους δικούς του ανθρώπους και τις επόμενες μέρες κρύφτηκε σε μια εξοχή κοντά στο Σκαδό.
              Ο Διοικητής της Νάξου, μοίραρχος Τομαράς, που πληροφορήθηκε την παρουσία του Μ. Φάρκωνα στο Σκαδό, εκτελώντας τη διαταγή του Υπουργείου, στέλνει σήμα στον ενωμοτάρχη Κορώνου  Ηλιάκη να τον συλλάβει. Ο ενωμοτάρχης πήγε στο Σκαδό, στο πατρικό του σπίτι και διαπίστωσε ότι η μεταγωγή του Μ. Φάρκωνα ήταν δύσκολη, λόγω της άσχημης κατάστασης της υγείας του. Ο πατέρας του Μ. Φάρκωνα διαβεβαίωσε τον ενωμοτάρχη ότι θα μεταβεί στη Χώρα για να μιλήσει στο διοικητή Τομαρά κι έτσι ο Ηλιάκης δεν συνέλαβε τον Μ. Φάρκωνα. Την επομένη ο πατέρας του Μ. Φάρκωνα πήγε στη Χώρα και μίλησε στο Διοικητή για την κατάσταση της υγείας τού γιου του, για την οποία είχε ενημερωθεί και από τον ενωμοτάρχη Κορώνου. Έτσι η σύλληψη του Μ. Φάρκωνα  «πάγωσε», χρειάστηκε όμως πολύς καιρός για να αναρρώσει.
              Στο μεταξύ πέθανε ο πατέρας του, θύμα κι αυτός της πείνας και των κακουχιών της Κατοχής και η οικογένειά του αποφάσισε να εγκαταστάθηκε στις Τρίποδες, όπου «βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος, που είχε ένα δωματιάκι στο κέντρο του χωριού και μας το παραχώρησε χωρίς να δεχθεί χρήματα. Στέλιος Λιανός λεγότανε»
 [v]. Εκεί ο Μ. Φάρκωνας έκανε διάφορες δουλειές, έχτιζε φούρνους, έφτιαχνε ρολόγια (ξυπνητήρια), έραβε παπούτσια, έκανε τον κουρέα και ως αμοιβή έπαιρνε τρόφιμα.
              Αφού εξασφάλισε τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, άρχισε να αναζητεί επαφές για να συγκροτήσει αντιστασιακή πατριωτική οργάνωση. Κατά τύχη συνάντησε  στο δρόμο προς το Χαλκί το νεαρό Γιάννη Κατεινά, δικηγόρο από την Απείρανθο, στέλεχος του ΚΚΕ  και της ΟΚΝΕ, που βρισκόταν στη Νάξο από τον Ιούνιο του 1941: «Από γνωστούς από το σχολείο είχα μάθει ότι ήταν δημοκρατικός. Αυτός είχε ακούσει για μένα κι εγώ γι’ αυτόν. Συζητήσαμε πάνω από δύο ώρες. Μου είπε ποιους θα βρω στην Απείρανθο. Χωρίσαμε με πολύ συγκίνηση και δακρυσμένοι»
 [vi].Ο Μ. Φάρκωνας με τον Γ. Κατεινά αναζητούν στα διάφορα χωριά πρόσωπα για να συστήσουν αντιστασιακούς πυρήνες. Ήρθαν σε επαφή στην Απείρανθο με τον τσαγκάρη Δημήτρη Μαργαρίτη, τους καθηγητές Γιώργο Ζευγώλη και Αντώνη Κατσουρό, τον Γιάννη Πριμηκύριο και άλλους Ναξιώτες αριστερούς και  προχώρησαν σιγά-σιγά στη δημιουργία πυρήνων των πέντε ατόμων ανά χωριό, στην Απείρανθο, την Τραγαία, την Ποταμιά
 [vii] και αργότερα, μετά την ίδρυση του ΕΑΜ, αυτοί οι πυρήνες θα αποτελέσουν την Επαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ Νάξου.
              Το Φθινόπωρο του 1943 οι αντιστασιακοί πυρήνες που δημιούργησαν σε διάφορα χωριά ο Μ. Φάρκωνας με τον Γ. Κατεινά, είναι ενισχυμένοι και απλωμένοι παντού. Διοργανώνεται τότε  η πρώτη Συνδιάσκεψη του ΕΑΜ Νάξου στην Κεραμωτή, στο σπίτι του Μάρκου Καπίρη. Στη Συνδιάσκεψη πήραν μέρος σύνδεσμοι  από τα χωριά  Σκαδό, Κεραμωτή, Χαλκί, Ποταμιά, Γλινάδο, Γαλανάδο, Τρίποδες και Χώρα.
              Ο Μ. Φάρκωνας  έμεινε στη διάρκεια της Κατοχής στη Νάξο και πήρε μέρος μαζί με τα στελέχη του ΕΑΜ Νάξου στην πολιορκία των Γερμανών στο κάστρο της Χώρας, στις 12-15 Οκτωβρίου 1944. Με την απελευθέρωση έφυγε στην Αθήνα, όπου έδρασε στα Δεκεμβριανά. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) συνέχισε τη δράση του στο ΚΚΕ και ανέλαβε την καθοδήγηση των οργανώσεων του Κόμματος στις Κυκλάδες.
              Το 1948 οι αρχές Ασφαλείας εξάρθρωσαν στη Σύρο την οργάνωση στις Κυκλάδες του εκτός νόμου πλέον ΚΚΕ και συνέλαβαν τα στελέχη του στη Σύρο. Ο Μ. Φάρκωνας, που βρισκόταν τότε στη Σύρο για κομματική δουλειά,  διέφυγε τη σύλληψη και ταξίδεψε στη Νάξο, όπου κρύφτηκε στο χωριό του, το Σκαδό. Κάποιοι συμπατριώτες του όμως τον κατέδωσαν στις αρχές ασφαλείας και ισχυρή δύναμη χωροφυλάκων περικύκλωσε το χωριό και τον συνέλαβε.
              Οι συλληφθέντες Κυκλαδίτες κομμουνιστές δικάστηκαν στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών τον Αύγουστο του 1949 με την κατηγορία της κατασκοπίας (νόμος 375/1936-απόπειρα απόσπασης μέρους του όλου της Επικράτειας).  Κατηγορούμενοι ήταν οι: Ανδρέας Γιαννίρης από τη Σύρο, Στ. Αναγνωσταράς (πολ. μηχανικός), Ιω. Μαζαύλης, Γ. Ζευγώλης (καθηγητής), Μ. Γρατσίας (δημοσιογράφος), Λεων. Μανωλάς (υπάλληλος ΑΤΕ), Γ. Βασαλάκης (Αρτοποιός), και ο Μ. Φάρκωνας (ηλεκτρολόγος). Αθωώθηκαν εκτός από τον Μ. Φάρκωνα, ο οποίος καταδικάστηκε σε οκταετή φυλάκιση και εξορίστηκε στη Γυάρο.
              Ο Μ. Φάρκωνας στη διάρκεια των διώξεων, φυλακίσεων, εκτοπίσεων που υπέστη από το 1949 και μετά πέρασε από τις φυλακές των Βούρλων, του Αβέρωφ, του Μεσολογγίου, της Ζακύνθου, της Άμφισσας, της Λαμίας, της Αίγινας, από το Σανατόριο-φυλακή «Σωτηρία» και από τους τόπους εξορίας στη Μακρόνησο και  τα Γιούρα (1950). Το όνομά του είναι καταχωρημένο σε κατάλογο φυματικών της Γυάρου (Ιούνιος 1950) 
[viii] Στη Γυάρο βρισκόταν το Σεπτέμβριο του 1950, όπως προκύπτει από κατάσταση αντιδηλώσεων του Γ΄ όρμου Γιούρας
 [ix]. Με τις αντιδηλώσεις αυτές χιλιάδες κομμουνιστές ανακαλούσαν τις δηλώσεις αποκήρυξης των ιδεών τους, που υποχρεώνονταν στις φυλακές και τους τόπους εξορίας να υπογράψουν παρά τη θέλησή τους και κάτω από φρικτά βασανιστήρια. Οι πολύχρονοι διωγμοί τους οποίους υπέστη κράτησαν επί μια 30ετία, από τα 18 μέχρι τα 48 του χρόνια και  τέλειωσαν Φάρκωνα το 1959, οπότε, ελεύθερος πια, αποφάσισε να δημιουργήσει οικογένεια,  παντρεύτηκε και απέκτησε δύο κόρες.
              Οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες όμως στο μετεμφυλιοπολεμικό κράτος δεν έχουν τελειωμό για τον αγωνιστή Μ. Φάρκωνα. Πρωτοστατεί στις λαϊκές κινητοποιήσεις την ταραγμένη αυτή περίοδο και μέχρι την επιβολή της Απριλιανής δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967. Με την κήρυξη της δικτατορίας η αστυνομία τον αναζήτησε στην Αγία Παρασκευή Αττικής, όπου έμενε με την οικογένειά του, αλλά δεν τον βρήκε και αργότερα πρόλαβε κι έφυγε στην Κρήτη απ’ όπου καταγόταν η σύζυγός του. Με τη βοήθεια φίλων του απέφυγε τελικά τις περιπέτειες στη διάρκεια της δικτατορίας.
  Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 προσχώρησε στο ΚΚΕ εσωτερικού όπου και δραστηριοποιήθηκε κομματικά. Συνδεόταν εξ άλλου απ’ τις φυλακές με στενή φιλία με τον Μπάμπη Δρακόπουλο, ιδρυτικό και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ εσ. Στις πρώτες μετά την πτώση της δικτατορίας εκλογές στις 17.11.1974 ήταν υποψήφιος Βουλευτής του ΚΚΕ Εσ. στις Κυκλάδες. Αργότερα συμμετείχε στα ψηφοδέλτια της παράταξης στις δημοτικές εκλογές στον Δήμο Αγίας Παρασκευής. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Συλλόγου Σκαδιωτών-Μεσωτών Αθήνας, του οποίου διετέλεσε Πρόεδρος και αντιπρόσωπος στην Ομοσπονδία Ναξιακών Συλλόγων.
              Από τις πολύχρονες περιπέτειες στις εξορίες, τις φυλακές, την παρανομία η υγεία του Φάρκωνα είχε υποστεί σοβαρό κλονισμό (φυματίωση, άσθμα κ.λπ.).                 

Πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 2001 σε ηλικία 91 ετών.

 Το καλοκαίρι του 2008 με απόφαση του Τοπικού Συμβουλίου του Σκαδού δόθηκε το όνομά του στον κεντρικό δρόμο του χωριού του στη Νάξο.
              Προοδευτικός άνθρωπος ο Μ. Φάρκωνας, βρισκόταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Τα παιδιά του έμειναν έκπληκτα όταν μετά το θάνατό του βρήκαν σε ένα του τετράδιο καταγραμμένη με κάθε λεπτομέρεια την επιθυμία του να προσφέρουν το σώμα του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την εκπαίδευση των φοιτητών στο μάθημα της Ανατομίας. Η μεταθανάτια αυτή γραπτή επιθυμία του δεν κατέστη δυνατό να υλοποιηθεί, γιατί δεν την είχε κάνει γνωστή στα παιδιά του όσο ζούσε.

ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ κ. ΝΙΚΟΥ ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: