Χαλκορήνη η λαϊκή ποιήτρια της Νάξου
του φιλόλογου Νίκου Ι. Λεβογιάννη
(Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου της Ειρήνης Χάλκου
στις 18 -1-2006 στην Αθήνα)
Σαν παραμύθι, σαν όνειρο είναι η ζωή το ποιητικό-λογοτεχνικό έργο της Ειρήνης Χάλκου, της Χαλκορήνης
.
Ένα όνειρο που σε φέρνει πίσω στα χρόνια που ακόμη στα χωριά μας η ζωή είχε μέσα απ’ τη σκληρή βιοπάλη, τις στερήσεις, την απομόνωση, την ανέχεια, την αγνότητα εκείνου που το λέμε «χωριάτικο», είχε τη συντροφικότητα, την ομαδικότητα και τη συμπόρευση.
Οι χωριανοί ζουν όλοι μαζί, χαίρονται μαζί πονούν και υποφέρουν μαζί, τραγουδούν, θρηνούν όλοι για τον καθένα στη χαρά και τον πόνο.
Η Χαλκορήνη ανήκει στις γενιές που έζησαν τις θύελλες του 20ου αιώνα, τους πολέμους και τις μεγάλες αλλαγές, τη μετανάστευση, την αστυφιλία, την ερήμωση των χωριών, την εγκατάλειψή τους απ’ το κράτος. Βίωσε κι η ίδια τη σκληρότητα της ξενιτιάς.
Ρημάξαν οι νερόμυλοι
πάνε οι μυλωνάδες
δεν τρώμε πια ζεστό ψωμί
απ’ τις νοικοκυράδες
Έζησε η Χαλκορήνη έντονα τη ζωή του χωριού στον μικρό κι απομονωμένο στις απότομες χαράδρες του Ζα, Δανακό, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του Μηλωσίου Διός και του Φωτοδότη και με τη μόνιμη συνοδεία των ήχων των νερών της μοναδικής πηγής του Δανακού, που κινούσε μια δεκάδα νερόμυλους και πότιζε τα περιβόλια της ρεματιάς.
Βοσκοί, αγρότες και σμυριγλάδες οι άνθρωποι του Δανακού, με πολυμελείς και φτωχές οικογένειες, δεμένες όμως κι αγαπημένες μεταξύ τους, ζουν στο απομονωμένο χωριό, με πάθος για τη ζωή με τις χαρές και τις πίκρες της
.
Ένα μικρό χωριό, στριμωγμένο μέσα στις απότομες χαράδρες του Ζα, αλλά και ανάμεσα σε δυο μεγάλα, τα πιο μεγάλα χωριά του νησιού, τ’ Απεράθου και το Φιλώτι. Συχνά ρωτούν πολλοί, τι είναι οι Δανακιώτες, Φιλωτίτες ή Απεραθίτες;
Οι ίδιοι απαντούν πως δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Είναι αλήθεια πως με την ιστορία και το λαϊκό πολιτισμό αυτού του χωριού δεν έχει ασχοληθεί κανένας συστηματικά.
Το ποιητικό και λαογραφικό έργο της Χαλκορήνης είναι μια πλούσια πηγή πληροφόρησης για το Δανακό.
Οι Δανακιώτες στιχουργούν από παλιά. Κι αυτό το φαινόμενο το συναντάμε μόνο στα δυο χωριά, τ’ Απεράθου και τον Δανακό.
Στα υπόλοιπα χωριά του νησιού έχουμε μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρώπων με αυτό το ταλέντο. Εδώ το φαινόμενο ήταν μαζικό.
Το έγραψε εκείνο το βράδυ της εκδήλωσης η Χαλκορήνη σε ένα χαρτονάκι σχολιάζοντας την εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου της.
Ή έβρεχε ή χιόνιζε
ή είχε σοροκάδα
Μες’ στη νυχτιά με δίχως φως
μας κάναν πατινάδα
Χαλκορήνη η λαϊκή ποιήτρια της Νάξου
του φιλόλογου Νίκου Ι. Λεβογιάννη
(Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου της Ειρήνης Χάλκου
στις 18 -1-2006 στην Αθήνα)
Σαν παραμύθι, σαν όνειρο είναι η ζωή το ποιητικό-λογοτεχνικό έργο της Ειρήνης Χάλκου, της Χαλκορήνης.
Ένα
όνειρο που σε φέρνει πίσω στα χρόνια που ακόμη στα χωριά μας η ζωή είχε
μέσα απ’ τη σκληρή βιοπάλη, τις στερήσεις, την απομόνωση, την ανέχεια,
την αγνότητα εκείνου που το λέμε «χωριάτικο», είχε τη συντροφικότητα, την ομαδικότητα και τη συμπόρευση.
Οι χωριανοί ζουν όλοι μαζί, χαίρονται μαζί πονούν και υποφέρουν μαζί, τραγουδούν, θρηνούν όλοι για τον καθένα στη χαρά και τον πόνο.
Η Χαλκορήνη ανήκει στις γενιές που έζησαν τις θύελλες του 20ου αιώνα, τους πολέμους και τις μεγάλες αλλαγές, τη μετανάστευση, την αστυφιλία, την ερήμωση των χωριών, την εγκατάλειψή τους απ’ το κράτος. Βίωσε κι η ίδια τη σκληρότητα της ξενιτιάς.
Ρημάξαν οι νερόμυλοι
πάνε οι μυλωνάδες
δεν τρώμε πια ζεστό ψωμί
απ’ τις νοικοκυράδες
Έζησε η Χαλκορήνη έντονα τη ζωή του χωριού στον μικρό κι απομονωμένο στις απότομες χαράδρες του Ζα, Δανακό, κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του Μηλωσίου Διός και του Φωτοδότη και με τη μόνιμη συνοδεία των ήχων των νερών της μοναδικής πηγής του Δανακού, που κινούσε μια δεκάδα νερόμυλους και πότιζε τα περιβόλια της ρεματιάς.
Βοσκοί, αγρότες και σμυριγλάδες οι άνθρωποι του Δανακού, με πολυμελείς και φτωχές οικογένειες, δεμένες όμως κι αγαπημένες μεταξύ τους, ζουν στο απομονωμένο χωριό, με πάθος για τη ζωή με τις χαρές και τις πίκρες της.
Ένα
μικρό χωριό, στριμωγμένο μέσα στις απότομες χαράδρες του Ζα, αλλά και
ανάμεσα σε δυο μεγάλα, τα πιο μεγάλα χωριά του νησιού, τ’ Απεράθου και το Φιλώτι. Συχνά ρωτούν πολλοί, τι είναι οι Δανακιώτες, Φιλωτίτες ή Απεραθίτες; Οι ίδιοι απαντούν πως δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Είναι
αλήθεια πως με την ιστορία και το λαϊκό πολιτισμό αυτού του χωριού δεν
έχει ασχοληθεί κανένας συστηματικά. Το ποιητικό και λαογραφικό έργο της
Χαλκορήνης είναι μια πλούσια πηγή πληροφόρησης για το Δανακό.
Οι Δανακιώτες στιχουργούν από παλιά. Κι αυτό το φαινόμενο το συναντάμε μόνο στα δυο χωριά, τ’ Απεράθου και τον Δανακό.
Στα υπόλοιπα χωριά του νησιού έχουμε μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρώπων με αυτό το ταλέντο. Εδώ το φαινόμενο ήταν μαζικό.
Ή έβρεχε ή χιόνιζε ή είχε σοροκάδα
Μες’ στη νυχτιά με δίχως φως
μας κάναν πατινάδα
Κι οι Δανακιώτες, όπως κι οι Απεραθίτες, σκέφτονται με στίχους, μιλούν με στίχους, χαίρονται, εργάζονται, τραγουδούν στις ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές της ζωής, μοιρολογούν, ερωτεύονται, αγωνίζονται,
με συνοδεία πάντοτε τον στίχο, τον ποιητικό αυτοσχεδιασμό, μεστό σε
περιεχόμενο, γεμάτο απ’ τη λαϊκή σοφία, απ’ τα όνειρα, τη νοσταλγία, τη
ζωντάνια των ορεσίβιων αυτών ανθρώπων.
Στους
στίχους τους βρίσκεις τη ζωντάνια και τον πόνο, τους προβληματισμούς
για τις δυσκολίες της ζωής, το πείσμα και τη θέλησή τους, έναν στίχο που
φιλοσοφεί τη ζωή, που διδάσκει και προβληματίζει.
Σ’ αυτό λοιπόν το εκπληκτικό περιβάλλον του Δανακού θα γεννηθεί τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα η Ειρήνη Χάλκου, παιδί πολυμελούς οικογένειας, που πολύ νωρίς θα τη χτυπήσει η στέρηση του πατέρα κι η ορφάνια.
Τα ακούσματα της μικρής Ειρήνης είναι οι ήχοι της άγριας φύσης, οι φωνές απ’ τους Θεούς, τις νεράιδες, τα ξωτικά, που έρχονται πάνω απ’ το μαγευτικό και άγριο βουνό του Ζα,
είναι οι ήχοι της φύσης που ιδιαίτερα κάποιες εποχές μετατρέπονται σε
μοναδική συναυλία, όπου ανακατεύονται ο αέρας, τα νερά, τα πουλιά, τα
ζώα, τα κουδούνια, με τους ήχους της τσαμπούνας και τους στίχους των ποιητάρηδων βοσκών. Ήχοι και εικόνες, δεμένα αρμονικά με τη μεγάλη οικογένεια των Δανακιωτών και τη συντροφική ζωή τους.
Η
μαγική αυτή εικόνα αποτυπώνεται στην ποίηση της Ειρήνης Χάλκου,
ανακατεμένη με τα έθιμα και τις παραδόσεις, τα μεράκια και τις αγωνίες
των ανθρώπων, τους έρωτες και τα γλέντια των νέων.
Γεννημένη σε μια οικογένεια όπου όλοι στιχουργούν και τραγουδούν - οι Χάλκοι είναι κατεξοχήν οικογένεια στιχουργών - εκδηλώνει από μικρό παιδί το ποιητικό της ταλέντο.
Ο πατέρας της ήταν βοσκός και έφυγε πολύ νωρίς. Τότε στα δέκα της χρόνια η ορφανή πια Ειρήνη θα φτιάξει και θα τραγουδήσει τα πρώτα στιχάκια της. Κι είναι αυτά το μοιρολόι που θα πει μπροστά στο νεκρό πατέρα της. Κι αυτό θα τη συγκλονίσει και θα σημαδέψει τη ζωή της, όπως λέει.
Τότε μπροστά στη σωρό του γενάρχη της θ’ ανάψει η ποιητική φλόγα που έκλεινε μέσα της κι αυτή η φλόγα θα συνεχίσει από τότε κι ως σήμερα να φέγγει. Έτσι θα γεννηθεί η μεγαλύτερη λαϊκή ποιήτρια της Νάξου.
Η Ειρήνη από τότε παρατηρεί με την ευαίσθητη ψυχή της όλα όσα τη συγκινούν, τα σημειώνει στο χαρτί και
παλεύοντάς τα στο μυαλό της φτιάχνει εξαίσιους στίχους, γνήσια
τραγουδοποιός και ραψωδός, γεννήτορας στίχων που γρήγορα γίνονται λαϊκοί
και δημοτικοί.
Κάπως
έτσι εξ άλλου γεννήθηκαν τα Ομηρικά έπη και τα δημοτικά μας τραγούδια.
Κάποιος ξεχωριστός και ταλαντούχος ρίχνει το σπόρο που από γενιά σε
γενιά, από τόπο σε τόπο μεταδίδεται προφορικά, προσαρμόζεται, μεγαλώνει,
αλλάζει, εξελίσσεται.
Η Χαλκορήνη, γνήσιο τέκνο της δημοτικής μας παράδοσης, σκέφτεται με στίχους, βλέπει βαθειά με τα μάτια της ψυχής της τις μοναδικές εικόνες της φύσης, ακούει ήχους που δεν τους πιάνει το αυτί των άλλων, τους αποτυπώνει μέσα της και γίνονται αργότερα εξαίσιοι στίχοι,
που από μόνοι τους έχουν και τη μουσική τους, που ενθουσιάζουν και
συγκλονίζουν, που προκαλούν έντονες συγκινήσεις, που εμπνέουν τους
μουσικούς και προκαλούν την δική τους ευαισθησία.
Η Χαλκορήνη συγκλονισμένη από τη διαπίστωσή της ότι μπορεί να φτιάχνει στίχους, νιώθει βαθειά μέσα της αυτή την δύναμη και, όντας παιδί χαρισματικό, συνειδητοποιεί αυτό το χάρισμά της και γίνεται πια κομμάτι της ζωής της, βίωμα και πάθος.
Το ποιητικό της ταλέντο σύντομα γίνεται αντιληπτό στο ποιητικά εξ άλλου ευαίσθητο χωριό της. Όταν θα φύγει απ’ το χωριό ο αγαπημένος της δάσκαλος θα του γράψει ένα ποίημα που τώρα θυμάται μόνο δυο στίχους του:
«Κρίμα στο Δημητροκάλλη
Να μας τονε πάρουν άλλοι»,
ένα ποίημα που συζητήθηκε πολύ, αφού η φυγή του δασκάλου στενοχώρησε όλο το χωριό. Το ποίημα αυτό φαίνεται ότι την καταξιώνει στο χωριό ως ποιήτρια με ιδιαίτερο ταλέντο.
Από τη μέρα αυτή η Ειρήνη γίνεται σημείο αναφοράς σε κάθε ποιητική κίνηση. Οι νεαροί του χωριού καταφεύγουν στην Ειρήνη και τις ζητούν να τους γράψει στίχους για τους κρυφούς τους έρωτες, στίχους που τα βράδια γίνονται καντάδες στις γειτονιές του χωριού και τραγουδιούνται στα γλέντια, τους γάμους και τα πανηγύρια.
Κι οι στίχοι της ξεχωρίζουν και κάθε φορά που τους ακούνε οι χωριανοί σιγοψιθυρίζουν: «ευτό το κοτσάκι είναι της Χαλκορήνης».
Αλλά και στα γράμματα που πολλές φορές της ζητούν πολλοί αγράμματοι χωριανοί να τους γράψει στους ξενιτεμένους τους, πάντοτε της λένε να γράψει και κανένα κοτσάκι.
Κι εκείνη φυσικά δεν το αρνείται και είναι αυτά τα κοτσάκια χιλιάδες, σκόρπια και άγνωστα, ξεχασμένα φυσικά κι από την ίδια.
Η νεαρή Ειρήνη καθιερώνεται πλέον στο χωριό ως η ποιήτριά τους, ένας ιδιότυπος αρχηγός σε μια μεγάλη οικογένεια, όπου η ποίηση είναι κομμάτι της καθημερινότητας και της ζωής τους.
Η φήμη της ακούγεται σιγά-σιγά κι έξω απ’ το Δανακό, στο Φιλώτι, στ’ Απεράθου και αλλού.
Απ’ το χωριό θα φύγει για την Αθήνα σε ηλικία 29 ετών, αλλά θα πάρει μαζύ της, μέσα στην ψυχή της, ολοζώντανο το Δανακό και τους ανθρώπους του, τις μνήμες, τις αναμνήσεις, τα ακούσματα, τους ήχους, τις εικόνες.
Δεν έφυγε η Χαλκορήνη στην πραγματικότητα ποτέ από το Δανακό, ήταν, είναι και θα είναι, πάντα εκεί, κι αν συνεχίζει να γράφει ως σήμερα οφείλεται ακριβώς σ’ αυτό.
Το 1969 με 70 θα γίνει ένα της ποίημα το πρώτο της τραγούδι, που μελοποιήθηκε από τον αείμνηστο Γιώργο Κονιτόπουλο. Είναι «το σχολειό».
Θα ακολουθήσουν και πολλά άλλα, που θα γίνουν μεγάλες επιτυχίες: η βεγγέρα, το πανηγύρι του χωριού, οι χιονιές, η βουνοπλαγιά, Νάξος με τα ψηλά βουνά, αχ και να’ φευγε το πλοίο, τα μάτια σου είναι πέλαγος, έχω μια δίψα, μάνα να σε ξανάβλεπα, κάθε που πάω στο χωριό, ο φαντάρος και πολλά άλλα.
Ιδού
λοιπόν η λαϊκή ποιήτρια της Νάξου, η Ειρήνη Χάλκου, ποιήτρια και όχι
απλά στιχουργός ή τραγουδοποιός. Καταξιωμένη πλέον και αναγνωρισμένη,
που τα έργα της γίνονται στην πραγματικότητα από μόνα τους τραγούδια,
που τραγουδιούνται παντού, που σκορπούν τη νοσταλγία, που σε κάνουν να βλέπεις τη ζωή με χαρά, να ερωτεύεσαι, να ζεις το όνειρο, το παραμύθι.
Σαν
σε παραμύθι λοιπόν. Οι μουσικοί μας θα πουν ότι οι στίχοι της
Χαλκορήνης τους εμπνέουν, τους ξυπνούν μέσα τους τις ευαίσθητες χορδές
της ψυχής τους.
Η Χαλκορήνη έχει μέχρι τώρα εκδώσει δυο μεγάλες και σπουδαίες ποιητικές συλλογές. Το βιβλίο «Τραγουδώ και γράφω» το 1995, που το επιμελήθηκε ο αείμνηστος Νίκος Κεφαλληνιάδης και το βιβλίο «η ζωή που πέρασε» το 2000, επιμελημένο επίσης από τον Κεφαλληνιάδη, που κυκλοφόρησε σε πολύ μικρό αριθμό αντιτύπων.
Σήμερα έχουμε το τρίτο πνευματικό της παιδί, που έχει τίτλο «Σαν παραμύθι», το οποίο δεν είναι ποιητική συλλογή, αλλά πεζό κείμενο, με έντονο ποιητικό ύφος, μια γλαφυρή καταγραφή σε μικρά όμορφα και ζωντανά διηγήματα, των ηθών και εθίμων, των παραδόσεων, του τρόπου ζωής και δράσης, σε αλλοτινές εποχές, των ανθρώπων του Δανακού, έτσι όπως εκείνη τα έζησε στα παιδικά της χρόνια.
Είναι
μια έκδοση του δραστήριου Συλλόγου των Δανακιωτών της Αθήνας, προσφορά
όχι μόνο στον Δανακό, μα σε όλους τους Ναξιώτες, αλλά και στην ίδια την
επιστήμη της λαογραφίας. Είναι η πρώτη φορά που καταγράφονται τα έθιμα
αυτού του χωριού.
Μελετώντας
το καθαρά λαογραφικό της πόνημα μπορούμε να πούμε ότι η Χαλκορήνη είναι
μια εξαίρετη λαογράφος, που στο πεζό κείμενό της μας δίνει με το ύφος του ποιητή, του ζωγράφου, του σκηνοθέτη και με την άρτια τεχνική κατάρτιση του οπερατέρ, ολοζώντανες εικόνες από την καθημερινότητα του χωριού, από τα ήθη και τα έθιμα
της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων, των Απόκρεω, της Σαρακοστής, του Πάσχα,
της Πρωτομαγιάς, του Κλήδονα, των Χριστουγέννων, σκηνές από τη ζωή, τις
δραστηριότητες των κατοίκων. Γράφει με περηφάνια:
Χαίρομαι που τα έζησα
και που δεν τα λησμόνησα
εγώ η Χαλκορήνη
αχ και να γύρνα η ζωή
και να βρεθώ ένα πρωί
στην εποχή εκείνη.
Εποχή που δεν γυρίζει
μα να τη θυμάσαι αξίζει
Με τρόπο απλό, κατανοητό, με μικρά διηγήματα, που ρέουν ευχάριστα σαν παραμύθι, σε γλώσσα απλή και κατανοητή, περιγράφεται η ζωή στο χωριό. Είναι μια αφήγηση διανθισμένη με πανέμορφους στίχους.
Η
Χαλκορήνη βέβαια και μέσα από το ποιητικό της έργο αποτυπώνει ζωντανά
και παραστατικά και καταγράφει τη ζωή, τη δράση, τα ήθη και τα έθιμα
του χωριού της, διατυπώνει τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες της,
προτείνει, συμβουλεύει, προτρέπει.
Αλλά αυτό δεν αρκεί για την ίδια, θέλει να καταγράψει σαν γνήσια λαογράφος σε πεζό, πλην όμως ποιητικό λόγο, τα έθιμα του χωριού, βλέποντας ότι αυτά χάνονται οριστικά.
Είναι αυτό σπουδαία παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές, αλλά και για τους επιστήμονες και ερευνητές. Είναι ένα βιβλίο που θα μπορούσε να μπει και να διδάσκεται στα σχολεία της Νάξου.
Ο λαϊκός ποιητής εξ άλλου δεν μπορεί παρά να είναι και λαογράφος, αφού η λαϊκή ποίηση είναι εκφραστής της λαϊκής σοφίας.
Μπορεί
να μην τέλειωσε ούτε το δημοτικό η Ειρήνη Χάλκου, μπορεί να μην της
μίλησε ποτέ κανένας για έννοιες όπως λαογραφία, λαϊκός πολιτισμός,
δημοτικό τραγούδι, η ίδια όμως όλα αυτά τα έχει μέσα της, είναι τα ιερά
και τα όσιά της, είναι οι πρόγονοί της, είναι οι ρίζες της, είναι το
ίδιο το χώμα του Δανακού, του γενέθλιου τόπου της, για τον οποίο περηφανεύεται και αγωνίζεται.
Ο πόνος και η στενοχώρια γι αυτά που χάνονται, τα απλά, τα καθημερινά, οι μικρές ευαισθησίες, αλλά και η ερήμωση του χωριού απ’ τους κατοίκους του, που φεύγουν, γιατί δεν μπορούν άλλο να ζήσουν εκεί, εκδηλώνονται στην ποίηση της Ειρήνης.
Βλέπει με στενοχώρια:
Τις γλάστρες τις παλιές να ναι στην ίδια θέση
Μα δεν υπάρχει σε καμιά γαρυφαλιά στη μέση
Και με δέος και πόνο τραγουδά:
Τι είν’ αυτό που νοσταλγώ
και θέλω να’ μαι στο χωριό
άμα βραδιάζει η μέρα
Κι όταν έρχεται ο βαρύς χειμώνας θυμάται το χιονιά και γράφει:
Η στούπα πέφτει απαλά
και μού ’ρχονται στο νου πολλά
όσο θωρώ τα χιόνια
Αλλού θυμάται το πανηγύρι του χωριού, που το περίμεναν όλοι μικροί και μεγάλοι σαν μια μοναδική για το χωριό μέρα.
Στο πανηγύρι του χωριού
στης Παναγιάς τη χάρη
Γλεντάνε και χορεύουνε
οι νέοι με καμάρι
Εκεί γενιέται ο έρωτας
και χιλιοτραγουδιέται
Και νιώθει εκείνος π’ αγαπά
ότι ξαναγενιέται.
Σε οκτώ μόνο στίχους η ποιήτρια περιγράφει ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στο χωριό, το πανηγύρι. Γι αυτό εξ άλλου αυτοί οι πανέμορφοι στίχοι θα γίνουν αργότερα χάρη και στους εξαιρετικούς ναξιώτες μουσικούς ωραιότατο τραγούδι.
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας αυτό το νέο έργο το «Σαν παραμύθι»,
ένα ενδιαφέρον διδακτικό βιβλίο, χρήσιμο για τον δάσκαλο, για τον
μαθητή, που με τη βοήθεια του μπορεί η σημερινή σύγχρονη ζωή να συνδεθεί με εκείνη των προηγούμενων 50 και πάνω χρόνων και να οδηγήσει τα παιδιά στα συμπεράσματα και διδάγματα που απαιτούνται, για
να γίνει κατανοητή η σημασία της παράδοσης, η σύνδεσή της με το σήμερα,
η χρησιμοποίησή της για την άντληση εμπειριών, για συγκρίσεις, ώστε να ευαισθητοποιούνται περισσότερο οι νέοι σε ζητήματα όπως η προστασία της φύσης και των μνημείων και να βλέπουν με αισιοδοξία το μέλλον αυτών των τόπων.
Όλα αυτά τα στοιχεία της παράδοσής μας, τα τραγούδια κι οι χοροί μας, τα μνημεία κι οι ομορφιές της φύσης των νησιών μας και των χωριών μας, πρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε ως βάση, για να πάμε πιο μπροστά, για να κάνουμε νέα βήματα σε μια κοινωνία ανθρώπινη και σύγχρονη.
Κανένας
δεν μπορεί να είναι εναντίον της εξέλιξης και κανένας φυσικά δεν
επιθυμεί την επιστροφή στο παρελθόν. Άλλο πράγμα όμως είναι η εξέλιξη
και άλλο η άναρχη ανάπτυξη και η θυσία των πάντων στο κέρδος.
Η ερήμωση και η εγκατάλειψη παλιότερα κατάστρεψαν τα χωριά μας κι έδιωξαν κυριολεκτικά τους κατοίκους τους. Ακολούθησε στη συνέχεια η καταστροφή από την Αθηναιοκρατική νοοτροπία της τσιμεντοποίησης των πάντων, που κατέστρεψε και σχεδόν εξαφάνισε την πανέμορφη νησιώτικη παραδοσιακή αρχιτεκτονική μας.
Σήμερα τα νησιά κινδυνεύουν από την άναρχη ανάπτυξη. Οι Κυκλάδες, μοναδικός σε κάλλος στον κόσμο τόπος, καταστρέφονται με πρωτοφανείς ρυθμούς.
Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε λοιπόν αυτά τα όπλα που έχουμε από τον λαϊκό μας πολιτισμό και την ιστορία μας, για να δώσουμε τη μάχη της σωστής και βιώσιμης ανάπτυξης, με σεβασμό στη φύση και τα μνημεία, στις πανάρχαιες αυτές πηγές πλούτου, που έθρεψαν και έζησαν γενιές και γενιές μέσα στις χιλιετίες.
Κρίμα να χάνονται τα έ-
θιμα, που αγάπησες λαέ.
Έγινε φύλλα και φτερά
η ομορφιά εκείνη
και πίσω δε γυρίζει πια
κι ούτε θα ξαναγίνει.
Η
Χαλκορήνη και κάθε Χαλκορήνη είναι οδηγός και δάσκαλος σ’ αυτή την όχι
εύκολη πορεία της σκληρής σύγκρουσης με την κατεστημένη δυστυχώς
αντίληψη,
που θυσιάζει τα πάντα στο όνομα του κέρδους, χωρίς να λογαριάζει τι θα
γίνει αύριο, τι θα βρουν αύριο οι νεώτερες γενιές που θα’ ρθουν.
Δεν
έχουν αυτές οι γενιές δικαιώματα σ’ αυτό το μοναδικό θαύμα της
Κυκλαδικής φύσης και του Κυκλαδικού πολιτισμού; Ασφαλώς και έχουν.
Και είναι χρέος δικό μας να τους δώσουμε αυτή τη δυνατότητα. Οι δικές μας γενιές εξ άλλου ευθύνονται για τις καταστροφές που έγιναν τα τελευταία 50 χρόνια.
Και
βέβαια η Χαλκορήνη δεν γράφει για τους επιστήμονες, γράφει για να
εκφράσει αυτό που νιώθει για τον τόπο της, αγωνίζεται γράφοντας, διαμαρτύρεται γι’ αυτά που χάνονται, γι’ αυτά που καταστρέφονται, για έναν ολόκληρο κόσμο, που βλέπει ότι χάνεται και σβήνει.
Είναι χαρακτηριστικοί μερικοί στίχοι αφιερωμένοι στο Μοναστήρι του Φωτοδότη. Σ’ αυτό η Χαλκορήνη αποτυπώνει ακριβώς το λαϊκό αίτημα για το μνημείο αυτό:
Είν’ η χρονολογία σου
έξι εφτά αιώνων
και όμως δεν σε κούρασε
το πέρασμα των χρόνων.
Τώρα είσαι ετοιμόρροπος
και πρέπει η Πολιτεία
να κάνει στο μνημείο αυτό
μια ιερή θυσία.
Είμαστε όλοι χαρούμενοι και εγώ προσωπικά, γιατί τα προηγούμενα χρόνια καταφέραμε να σωθεί αυτό το σπουδαίο μνημείο,
με τη μεγάλη παρέμβαση αναπαλαίωσής του που εδώ και δυο χρόνια έχει
ξεκινήσει. Και θέλω στο σημείο αυτό να αποτίσω φόρο τιμής σε όλους τους
Δανακιώτες, τους ντόπιους και τους ξενιτεμένους, που για πολλά χρόνια
είχαν σταθερό, μόνιμο και επίμονο αίτημά τους, την συντήρηση και διάσωση του Φωτοδότη.
Με συγκίνησε ιδιαίτερα αυτό το ενδιαφέρον των απλών ανθρώπων του χωριού, κάτι που δεν το συναντά κανείς εύκολα σε άλλα μέρη.
Αγαπητή και σεβαστή μας Ειρήνη
Σου οφείλουν πολλά το χωριό σου, οι χωριανοί σου, η Νάξος, η λαϊκή μας ποίηση, το ναξιώτικο τραγούδι.
Εύχομαι να συνεχίσεις για πολλά ακόμη χρόνια το σπουδαίο και μοναδικό πνευματικό
σου έργο. Τα δημιουργήματα του πνεύματος είναι αιώνια και μέσα απ’ αυτά
μένουν στη μνήμη των ανθρώπων και οι δημιουργοί τους.
Μετά την καταχνιά όπως κι εσύ λες έρχεται η γαλήνη.
Εφήκασί με μοναχιά
μες στου βουνού την καταχνιά.
Χωρίς να ξέρω είντα θα-
ενώ εκεί στην ερημιά.
Μα σαν είδα μονοπάτι
έφυγα ολοτρεχάτη.
Κι έγινα ανεφταώρα-
τη μέσα στον Κατσιφόρα.
Μα δεν με γύρεψε κανείς
να δει αν είμαι ζωντανή.
Ήδωκα των εμαθιών μου
μακριά απ’ το χωριό μου.
Πάει η φουρτούνα εκείνη
Τώρα ζω μες στη γαλήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου