Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Ο Ναξιώτης από την Κωμιακή πολεμιστής του 1821 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΛ. ΜΥΚΩΝΙΟΣ 1803-1890

"Ο Ναξιώτης από την Κωμιακή πολεμιστής του 1821

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΛ. ΜΥΚΩΝΙΟΣ 1803-1890

Του φιλόλογου Νίκου Ι. Λεβογιάννη

(απ’ το ανέκδοτο βιβλίο του ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ τ. Β΄)

     Όπως είναι γνωστό τα νησιά των Κυκλάδων από το 1204 με την κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους περιήλθαν στη δικαιοδοσία δουκών Φράγκων, η κυριαρχία των οποίων  διατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
    Ελάχιστοι ήταν οι Τούρκοι που βρέθηκαν στις Κυκλάδες και κυρίως αυτοί ήταν φοροεισπράκτορες. 
    Οι Κυκλαδίτες υπέστησαν διπλή σκλαβιά και πολλές φορές είχαν να κάνουν με δυο αφέντες και πλήρωναν φόρους στους Φράγκους δυνάστες, αλλά και στους Τούρκους κατακτητές. 
    Όταν ξέσπασε η Επανάσταση το 1821 οι Ναξιώτες δεν είχαν Τούρκους για να στρέψουν τα όπλα εναντίον τους και οι Φράγκοι φεουδάρχες προσπάθησαν να αποτρέψουν οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια, γιατί φοβούνταν ότι θα έχαναν τα κεκτημένα που είχαν. Γι αυτό και δεν είδαν με καλό μάτι την Επανάσταση.
    Πολεμικές ενέργειες συνεπώς δεν είχαμε στη Νάξο στη διάρκεια της Επανάστασης. Είχαμε βέβαια Ναξιώτες μυημένους στη Φιλική Εταιρία,τον Ιωάννη Παπαρηγόπουλο,τον Μητροπολίτη Ιερόθεο, τον Μιχαήλ Μαρκοπολίτη, τους: Ραφτόπουλο,  Στεκούλη, Δαμηράλη, Νικόλαο Αταλιώτη, Ιερώνυμο Μπαρότζη, Ιάκωβο ιερέα Κόκκο, Χάμπα κ.α. και κάποιους οι οποίοι στρατολογήθηκαν και έσπευσαν να βοηθήσουν την Επανάσταση στα πεδία των μαχών στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως ο Ι. Μ. Δαμηράλης και ο Ζ. Ραφτόπουλος, για τους οποίους ελάχιστα γνωρίζουμε.
    Πολύ λίγοι  συνεπώς  ήταν εκείνοι οι Ναξιώτες που πήραν μέρος σε πολεμικές ενέργειες και μάχες καθόλη τη διάρκεια του Αγώνα. 
    Ένας απ’ αυτούς με σπουδαία, πολυετή και ηρωική δράση, ήταν ο Κωμιακίτης  Νικόλαος Ε. Μυκώνιος, που από την πρώτη στιγμή της κήρυξης της Επανάστασης έσπευσε να μπει στον Αγώνα. Πολέμησε αρχικά στη θάλασσα και στη συνέχεια στη στεριά. 
    Ο  Νικόλαος Μυκώνιος γεννήθηκε στην Κωμιακή Νάξου στις 6 Νοεμβρίου 1803.Το όνομα του πατέρα του πρέπει να ήταν Ελευθέριος.
    Ο Νικόλαος Μυκώνιος, ο Νικολής όπως τον έλεγαν στο νησί, ήταν παλικάρι και από τους πρώτους που μπήκε στη γολέττα του Ναξιώτη φιλικού και ναυτικού Ιωάννη Μ. Δαμηράλη, που πρώτος στη Νάξο οπλίστηκε με τους δυο του γιούς Νικόλα και Μιχάλη κι έγινε αρχηγός του Ναξιώτικου εκστρατευτικού σώματος και ξεκίνησαν να πάρουν μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. 
    Πολεμιστής γενναίος ο Μυκώνιος συγκρότησε δική του ομάδα από νέους Ναξιώτες και έσπευσαν από την πρώτη στιγμή κήρυξης της Επανάστασης στα πεδία των μαχών.
    Ο Μυκώνιος κατετάγη αρχικά στο ναυτικό από το 1821 μέχρι το 1824 και υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Σπετσιώτη πλοιάρχου Ζάντου και κατόπιν υπό τις διαταγές των ναυάρχων Μιαούλη και Νικοδήμου.        
    Στην ομάδα του Μυκώνιου συμμετείχαν και 20 περίπου  Απεραθίτες. Δεν γνωρίζουμε αν  συμμετείχαν και άλλοι από άλλα χωριά.
    Αναφέρονται τα ονόματα των Απεραθιτών:
Αγαπητού, Γιακουμή, Ρουσελή (Μανώλη Κληρονόμου), Κριμιτζά ή Τακτικοδημήτρη, Σκληράκη. 
    Τρεις τουλάχιστον απ’ τους Απεραθίτες αυτούς σκοτώθηκαν σε μάχες και τιμήθηκαν αργότερα για τη θυσία τους.
    Ο Νίκος Βλ. Σφυρόερας στην ιστορική του έρευνα «Η Νάξος και η Ελληνική Επανάσταση», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ναξιακόν Μέλλον» από τις 5 Μαρτίου 1940 μέχρι την κήρυξη του πολέμου που σταμάτησε να εκδίδεται, αναφερόμενος στους Ναξιώτες που πήραν μέρος στην Επανάσταση  γράφει για τον Νικόλαο Μυκώνιο: «Αυτοί είναι οι γνωστότεροι Ναξιώτες φιλικοί, που, αφού ξεσήκωσαν πρώτα τη Νάξο, έτρεξαν να προ-σφέρουν το αίμα και τις υπηρεσίες τους στην άλλη Ελλάδα. 
    Εκτός όμως απ’ αυτούς μας είναι γνωστά τα ονόματα και άλλων Ναξιωτών φιλικών που υπηρέτησαν πιστά τον αγώνα τόσο μέσα στη Νάξο, όσο και απ’ αυτήν. Οι Αν. Αναπλιώτης, Γ. Λεντούδης (δάσκαλος στο Ιάσι, μυήθηκε στις 12-2-1819 απ’ τον Γ. Γάτζτο), Γ. Κορωνέλης, Μ. Μαρκοπολίτης, Τ. Μελισσινός, Ιερών. Μπαρό-τσης, Π. Ραφτόπουλος, αναφέρονται συχνά ως Φιλικοί και αν μας είναι άγνωστη ακόμα η δράση τους δείχνουν πως η Νάξος δεν έμεινε τόσο ξένη απ’ τον ιερό και μεγάλο αγώνα της ελληνικής λευτεριάς. Επίσης οι Γρηγόριος Σάλλας, Χιλίαρχος πολεμιστής στο πλευρό του Δ. Υψηλάντη, ο ηρωικός δίπλα στο Φαβιέρο λοχίας Ν. Μυκώνιος, του οποίου η δράση  θα μας απασχολήσει ξεχωριστά και ο μεγάλος διπλωμάτης και σκληρός αγωνιστής Ιωάν. Παπαρρηγόπουλος, αποθανατίζουν με την γενική επαναστατική δράση τους την συμβολή της Νάξου στην Εθνική επανάσταση και δείχνουν πως η παληκαριά δεν έλειψε απ’ τους Ναξιώτες στις μεγάλες στιγμές της πατρίδας». 
    Πράγματι ο Ν. Σφυρόερας θα αφιερώσει ειδικό και εκτεταμένο άρθρο στην εφημερίδα «Ναξιακόν Μέλλον» του Μαρτίου 1959, με τίτλο «Ιστορικές μορφές της Νάξου–ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΥΚΩΝΙΟΣ– ο ηρωικός αγωνιστής του 21–ένας μεγάλος άθλος του»
 
    Το 1825 σε ηλικία 22 ετών ο Μυκώνιος κατετάγη στο τακτικό σώμα του ελληνικού στρατού, που για πρώτη φορά τότε δημιουρ-γήθηκε στο Ναύπλιο και κατόπιν υπό τον στρατηγό Φαβιέρο, αρχηγό του τακτικού στρατού, πήρε  μέρος σε όλες τις εκστρα-τείες και μάχες που εκείνος διοργάνωσε και κατηύθυνε και τραυ-ματίστηκε σε πολλές απ’ αυτές.
    Ο Μυκώνιος αρκετά χρόνια μετά την Επανάσταση επισκέφτηκε τ’ Απεράθου και αναζήτησε τους παλιούς του συμπολεμιστές.
    Βρήκε μόνον ένα επιζώντα, κατάκοιτο, τυφλό και υπέργηρο, τον Γιακουμή. Κατά τη συνάντησή τους έγινε ο εξής διάλογος:
Μυκώνιος:  Γειά σου Γιακουμή
Γιακουμής: Γεια σου, μα ποιος είσαι, ιατί δε σε γνωρίζω.
Μυκώνιος:  Δε μου λες, ξανάφαγες σκατά;
Γιακουμής: Ά, εσύ ‘σαι Μυκώνιε; Έλα να σε φιλήσω. Όχι δεν εξανάφαα.
Μυκώνιος:  Εγώ όμως ξανάφαγα.
    Στις σημειώσεις του Απεραθίτη Κοινοτάρχη αναφέρεται ότι κατά την εκστρατεία στη Χίο και τον αποκλεισμό του στρατού στο Ακρωτήρι Κόκκινα ελλείψει τροφίμων αναγκάστηκαν πολλοί στρα-τιώτες να φάνε ανθρώπινα περιττώματα. 
    Κατά τον Γεώργιο Ζευγώλη ο Γιακουμής ονομαζόταν Βασίλειος Ιακώβου Γιακουμής και ήταν προπάππος του Δημήτρη Εμμ. Για-κουμή. Επίσης το επίθετο του Τακτικοδημήτρη ήταν Κριμιτζάς και είχε παντρευτεί την αδελφή του Βασίλη Γιακουμή.
    Ο Κριμιτζάς πολέμησε με το σώμα του Μυκονίου στον τακτικό στρατό που διοργάνωσε ο Φαβιέρος και γι αυτό ονομάστηκε τακτικός και όλη του η οικογένεια Ταχτικάδες.
    Και σήμερα υπάρχει στ’ Απεράθου αυτό το παρατσούκλι.

    Ο Μυκώνιος πήρε μέρος σε μάχες στην Τρίπολη το 1825, στην εκστρατεία της Καρύστου το 1826, όπου τραυματίστηκε στον ώμο, στο Χαϊδάρι τον Αύγουστο του 1826 με τον Καραϊσκάκη, όπου και τραυματίστηκε στην κοιλιά. Στη μάχη αυτή κινδύνευσε να σκοτωθεί ο Καραϊσκάκης από Έλληνες στρατιώτες ακροβολιστές, οι οποίοι λόγω του μελαμψού χρώματος του προσώπου του και του περίεργου καλύμματος του κεφαλιού του, τον εξέλαβαν ως Τούρ-κο. 
    Με την επέμβαση υπαξιωματικών του 4ου λόχου του 1ου τάγμα-τος που γνωριζαν τον Καραϊσκάκη αυτός διεσώθη. Ανάμεσα στους υπαξιωματικούς που συνέβαλαν στη σωτηρία του Καραϊσκάκη ήταν και ο δεκανέας τότε Νικόλαος Μυκώνιος.
    Στην πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους το 1826 ήταν ανάμεσα στους 365 πολεμιστές που διέσπασαν τον κλειό των Τούρκων και μετέφεραν τρόφιμα και πυρομαχικά στους πολιορκη-μένους πάνω στην Ακρόπολη.
    Το 1827 και 1828 πήρε μέρος σε μάχες στη Χίο υπό τον Φαβιέρο.
    Το 1828 και τον μήνα Μάρτιο το υπό τον Φαβιέρο τμήμα του στρατού, καταδιωκόμενο από πολυάρθμο τμήμα του τουρκικού στρατού που αποβιβάστηκε στη Χίο, βρέθηκε αποκλεισμένος στο Ακρωτήριο της Χίου Κόκκινα,που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νησιού. Οδός σωτηρίας από τη στεριά δεν υπήρχε και μοναδικός τρόπος διαφυγής ήταν εκείνος «διά θαλάσσης» σε μια ξερονησίδα που βρισκόταν απέναντι σε απόσταση 300 μέτρων, στην οποία ήταν προσορμισμένα και εγκαταλειμμένα μερικά ψαροκάϊκα.Τα είχαν εγκαταλείψει εκεί οι ψαράδες κατ’ εντολή της επιτροπής των Χίων, για να μην υπάρχει δυνατότητα αναχώρησης του στρατού απ’ το νησί και παραλαβής του από τον στόλο υπό τον Μιαούλη,όπως προέβλεπε το σχέδιο.   
    Ο Φαβιέρος όμως βλέποντας ότι πάση θυσία πρέπει να φύγουν, για να σωθούν και ότι ο μόνος τρόπος διαφυγής ήταν η θάλασσα, έκρινε ότι έπρεπε κάποιος κολυμπώντας νύχτα να περάσει απένα-ντι και να οδηγήσει τα ψαροκάϊκα στην ακτή που βρισκόταν ο στρατός για να  περάσει ο στρατός και να διασωθεί. 
    Στη δραματική έκκληση του Φαβιέρου, που απευθύνθηκε προς τους στρατιώτες του και περιέγραψε την τραγική θέση στην οποία βρισκόταν όλοι τους και διέτρεχαν άμεσα τον κίνδυνο σφαγιασμού τους απ’ τους Τούρκους, ο λοχίας Μυκώνιος έσπευσε να ανταποκριθεί. Προθυμοποιήθηκε να αναλάβει αυτή την επικίνδυνη αποστολή και κολυμπώντας επί τρίωρο στα παγωμένα κύματα μέσα στη νύχτα πέρασε απέναντι και επέστρεψε οδηγώντας στην ακτή ένα πλοιάριο με το οποίο στη συνέχεια έφεραν και άλλα και ολόκληρη εκείνη τη νύχτα όλος ο στρατός πέρασε στο ερημονήσι,από το οποίο την επομένη τους παρέλαβαν το δίκροτο «Ελλάς» μαζί και με άλλα πλοία. Χαρη στην παλικαριά του Μυκωνίου σώθηκε τότε ολόκληρος ο τακτικός στρατός από βέβαιη σφαγή. Μαζί με το στρατό πέρασαν στο νησάκι και πολλά γυναικόπαιδα.
    Το κατόρθωμα αυτό του Μυκωνίου έγινε ευρύτατα γνωστό και προκάλεσε ενθουσιώδη σχόλια στον ελληνικό τύπο, αλλά και στις Ευρωπαϊκές χώρες.
    Ο Μυκώνιος πήρε επίσης μέρος  και σε μάχη στα Μέγαρα το 1829. 
    Στους Μύλους του Ναυπλίου το 1832, ως επιλοχίας εξήλθε πρώτος με το λόχο του από τα πλοία και επιτέθηκε κατά των τουρκικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν τον Μακρυγιάννη και έτσι λύθηκε η πολιορκία. 

    Ο Μυκώνιος για τη σπουδαία αγωνιστική του δράση στο στρατό πήρε προαγωγές  και έφθασε μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη.
Ναύτης εθελοντικά από το 1821 μέχρι το 1825.
   Στρατιώτης στον τακτικό στρατό από τις 15 Ιανουαρίου 1825
   Δεκανέας από την 1-11-1825
   Λοχίας από την 1-8-1827
   Επιλοχίας από την 1-3-1832
   Ανθυπασπιστής από την 18-9-1839
   Ανθυπολοχαγός από την 25-9-1840
   Υπολοχαγός από την 25-1-1847
   Λοχαγός από την 18-9-1854
   Ταγματάρχης εν αποστρατεία από την 4-12-1861
    Όπως έλεγαν οι στρατιώτες του, ο Μυκώνιος είχε την ικανότη-τα να διοικεί τους στρατιώτες του χωρίς υπερβολική αυστηρότητα και γι αυτό κρατούσε την πειθαρχία χωρίς κόπο και απολάμβανε σεβασμού και αγάπης από τους κατωτέρους του, εκτίμησης και συμπάθειας από τους ανωτέρους του.

    Για τους αγώνες του αυτούς ο Ν. Μυκώνιος τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με βαθμούς και προαγωγές στην ιεραρχία του στρατεύματος, καθώς και αριστεία και παράσημα:
Το χαλκούν αριστείο του Αγώνα το 1836
Το αργυρούν παράσημο του Σωτήρος το 1848 
Το χρυσούν παράσημο του Σωτήρος το 1876
Το παράσημο των Ταξιαρχών το 1885
Το 1861 αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη.
    
    Ο Μυκώνιος Απέκτησε τρεις γιους:
    Τον Ελευθέριο που γεννήθηκε το 1829 και πέθανε το 1910. Ήταν γραμμένος στο δημοτολόγιο του Δήμου Κορωνίδας με αριθμό μητρώου 712. Ακολούθησε κι αυτός το στρατιωτικό επάγγελμα και  έφθασε στο βαθμό του Στρατηγού. 
    Αργότερα ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε  Βουλευ-τής Νάξου - Κυκλάδων σε έξι εκλογικές αναμετρήσεις (1875, 1879, 1885, 1895, 1899, 1902).
    Τον Σοφοκλή που γεννήθηκε το 1835 και πέθανε το 1900. Ήταν γραμμένος στο δημοτολόγιο του Δήμου Κορωνίδας με αριθμό μητρώου 619. Και αυτός ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα και έγινε στρατιωτικός γιατρός. Έφθασε ως το βαθμό του Αρχιάτρου.
    Τον Αλκιβιάδη που γεννήθηκε το 1840 και πέθανε το 1894. 
    Ήταν γραμμένος στο δημοτολόγιο του Δήμου Κορωνίδας με αριθμό μητρώου 721. Και αυτός στρατιωτικός που έφθασε μέχρι το βαθμό του Συνταγματάρχη.
    Παρόλον ότι και οι τρεις γιοι του Ν. Μυκωνίου είναι γραμμένοι στα μητρώα του Δήμου Κορωνίδας, φαίνεται ότι δεν γεννήθηκαν και δεν έμειναν ποτέ στο χωριό.
    Δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία, ούτε πληροφορίες για τη διαμο-νή του Ν. Μυκωνίου στην Κωμιακή. Είναι πολύ πιθανό μέχρι την κήρυξη της Επανάσταση, γιατί όταν άρχισε ο απελευθερωτικός αγώνας ο Μυκώνιος βρισκόταν στη Νάξο και από εκεί ξεκίνησε με την γολέττα του Ραφτόπουλου για να πολεμήσει.
    Ο Νικόλαος Μυκώνιος πέθανε στις 21 Μαρτίου 1890 σε ηλικία 87 ετών. 

*

    «Ιστορικές μορφές της Νάξου

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΥΚΩΝΙΟΣ

ο ηρωικός αγωνιστής του 21-ένας μεγάλος άθλος του

του ΝΙΚΟΥ ΣΦΥΡΟΕΡΑ

    Θα διηγηθούμε την ένδοξη ιστορία ενός άγνωστου μα ηρωικού αγωνιστή της απελευθερωτικής επανάστασης του 21. Η ιστορία δεν τον τίμησε με μεγάλες σελίδες, η γη που τον γέννησε σχεδόν τον αγνοεί, μα η λάμψη της παλληκαριάς του δεν έσβησε απ’ του χρόνου τα γυρίσματα, γιατί ποτέ δεν σβνουν και δεν ξεγράφονται οι μεγάλες πράξεις. Έρχεται καιρός κι η θεϊκή σπίθα που τις γεννά, γίνεται πυρσός και φωτίζει κι ο καταχνιασμένος πέπλος της λησμονιάς, ουράνιο φωτοστέφανο γύρω στη θρυλική μορφή τους.
    Τέτοια είναι κι η μορφή του ήρωά μας. Ονομαζόταν  Νικόλαος Μυκώνιος κι είχε πατρίδα του τη Νάξο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε δίπλα στη θάλασσα, που του’ χε ανοίξει την ψυχή με την ελεύθερη απλωσιά της, ενώ τα μαύρα σκότη της σκλαβιάς σκέπαζαν όλα γύρω του. Μα η παλληκαρίσια νιότη του Νικολή, όπως τον φώναζαν στο νησί, μέστωνε σε μέρες κοινής λαχτάρας του ελληνισμού, που τα γιαταγάνια άστραφταν πάνω απ’ τα κεφάλια  των εχθρών του και τα καριοφύλια βροντολογούσαν κι εναρμόνιζαν τον ύμνο της ελευθερίας. Παλληκαρόπουλο ακόμη ο Μυκώνιος, συνεπαίρνεται από το εγερτήριο σάλπισμα και της μάχης τη χλαλοή. Έτσι, μόλις οι νησιώτες συμπατριώτες του αποφάσισαν να βοηθήσουν κι αυτοί την επαναστατημένη πατρίδα, ο Νικολής, ξαναμμένος απ’ τη δυνατή του ψυχή, βρίσκεται στ’ άρματα ανάμεσά τους. Δε λογαριάζει τους γονείς, που φεύγοντας αποχαιρετά, δε φοβάται τη φωτιά, που πάει να πέσει. Απογερμένος μονάχα, την ώρα του ηλιοβασιλέματος, στην κουπαστή της γολέττας του συμπατριώτη του αγωνιστή Μιχάλη Δαμιράλη, που τον φέρνει μακρυά απ’ τ’ αγαπημένο του νησί, κι αντικρύζοντάς ίσως για στερνή φορά να σβήνει σιγά-σιγά μέσα στην καταχνιά του ορίζοντα και να χάνεται απ’ τα μάτια του, αφίνει ένα δάκρυ να κυλήσει στα ξαναμμένα του μάγουλα.
    Φθάνοντας στη στεριά το εκστρατευτικό σώμα της Νάξου, ο Μυκώνιος μπαίνει στον ταχτικό στρατό του Φαβιέρου. Κι η στρατιωτική του σταδιοδρομία, γεμάτη ηρωικές πράξεις, αρχίζει. Στα πολεμικά πεδία που του δίνεται η ευκαιρία να δείξει το θάρρος του και την παλληκαριά του, πολεμά με τέτοια τόλμη κι αυταπάρνηση, που όλοι οι συμπολεμιστές κι οι αρχηγοί του τον θαυμάζουν και τον επαινούν. Στην εκστρατεία της Τριπολιτσάς ο Μυκώνιος παίρνει τον βαθμό του δεκανέα (1 Νοεμβρίου 1825). Τον άλλο χρόνο τον βρίσκουμε λοχία στην εκστρατεία της Καρύστου      και τον ίδιο χρόνο, στη μάχη του Χαϊδαρίου, που διαλύεται το τετράγωνο του τακτικού στρατού, ο Μυκώνιος πληγώνεται στο αριστερό μέρος της κοιλιάς. Δεν έχει όμως ακόμα γειάνει η λαβωματιά του κι ενώ η Ακρόπολη πολιορκείται, ο Μυκώνιος, μαζί με μερικούς άλλους άντρες, αψηφώντας το βέβαιο κίνδυνο, μπαίνει μέσα φορτωμένος μπαρούτι και τροφές. Παίρνει αμέσως θέση στο λεγόμενο ταμπούρι του Καράσοϊ, μα εκεί ένα κομμάτι βόμβας τον βρίσκει και τον πληγώνει βαρειά στο αριστερό γόνατο.
    Όλα όμως αυτά ο απλός ηρωικός αγωνιστής τα παίρνει για ψιλοπράγματα κι η ψυχή του πια, ατσαλωμένη και μπαρουτοκαπνισμένη στους αγώνες, τον σπρώχνει σε καινούριους άθλους. Και ο ηρωικότερος πράγματι άθλος του είναι τούτος που θα διηγηθούμε παρακάτω. Τις πληροφορίες μας τις παίρνουμε από τον ατομικό το φάκελλο στην Εθνική Βιβλιοθήκη και από το «Χιακόν Αρχείον».
    Στα 1827, μόλις είχαν γειάνει τα δυό του μεγάλα τραύματα, ο Μυκώνιος ακολουθεί τον Φαβιέρο στην άτυχη εκείνη εκστρατεία της Χίου, που βάστηξε πέντε περίπου μήνες από τον Οκτώβρη ως τον Μάρτη του 1828. Είχαν περάσει οι τέσσερις γεμάτοι θυσίες, στερήσεις και σκληρούς αγώνες για τον ελληνικό στρατό, όταν την Τετάρτη 4 Μαρτίου 1828 τέσσερις χιλιάδες ταχτικός και άταχτος ελληνικός στρατός με τον Φαβιέρο επικεφαλής πολεμούσε απεγνωσμένα από το πρωί γύρω στα Μαστιχοχώρια της Χίου με αντίπαλο υπερδιπλάσια τουρκικά στρατεύματα. Ως το μεσημέρι η μάχη έκλινε με το μέρος των Ελλήνων κι είχαν τρέψει τον εχθρό σε οπισθοχώρηση, μα όταν το απόγευμα ξανάρχισε η μάχη, πιο πεισμωμένη, από τους Τούρκους, οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση γιατί είχαν λείψει τα πολεμοφόδια κι έτσι καταδιώχτηκαν ως την παραλία, που τους βρήκε η νύχτα, ενώ οι εχθροί μη συνηθίζοντας να κάνουν τη νύχτα επιθέσεις, κατασκήνωσαν απέναντί τους με την πρόθεση μόλις ξημερώσει να αποτελειώσουν το έργο της καταστροφής.
    Ο Φαβιέρος, βλέποντας τότε τη δύσκολη θέση του, κάλεσε πολεμικό συμβούλιο για ν’ αποφασιστεί η τύχη τους. Η στιγμή ήταν κρίσιμη και κανείς δεν αποφάσιζε να πει τη γνώμη του. Μέσα στη σιωπή και το σφίξιμο της καρδιάς που επικρατούσε, σηκώθηκε ξαφνικά κάποιος και βροντοφώναξε: «να κάνουμε την προσευχή μας και να πεθάνουμε σαν άντρες». Ο Φαβιέρος όμως συλλογιζόταν την ευθύνη του και δίσταζε να θυσιάσει τόσο στρατό. Μέσα στην αμηχανία του το βλέμμα του καρφώθηκε σε δυο νησάκια που βρίσκονται σε αρκετή απόσταση απέναντι στο Χιακό γιαλό, το ένα κοντά στο άλλο, ονομαζόμενα «Κόκκινα». Σκέφθηκε τότε πως μόνο σε κείνα υπήρχε κάποια ελπίδα σωτηρίας, του χρειαζόταν όμως ένας καλός κολυμβητής. Ύστερα από μακρυά συζήτηση, αποφασίστηκε να ρωτήσουν οι αρχηγοί τους στρατιώτες τους και αν κανείς τους ξέρει καλό κολύμπι να πάει στα νησάκια κι αν βρει πλοία ή βάρκες να τις φέρει. Αν αποτύχαιναν σ’ αυτό, άλλος δρόμος δεν υπήρχε παρά να ριχτούν πρώτοι τα ξημερώματα κατά του εχθρού κι’ ό,τι φέρει ο Θεός.
    Όλο το στρατόπεδο τότε σηκώθηκε στο πόδι και η αναζήτηση του κολυμβητή άρχισε. Η αγωνία έσφιγγε τις καρδιές, όταν ένας λοχίας από το λόχο του Ανδριένη βγαίνει από τη γραμμή, πλησιάζει το λοχαγό, τον χαιρετά στρατιωτικά και του λέει: 
-Εγώ, κύριε λοχαγέ, πάω. Διατάξετε!
-Αλήθεια, μπορείς Νικόλαε; του λέει γεμάτος συγκίνηση ο λοχαγός, δίνοντας το χέρι.
-Μάλιστα, κύριε λοχαγέ.
    Ο λοχίας αυτός ήταν ο Νικόλαος Μυκώνιος, που ήθελε να δείξει ακόμα μια φορά το θάρρος και την παλληκαριά του, σώζοντας ένα ολόκληρο στρατό.
    Ο λοχαγός Ανδριένης τον πήρε αμέσως και τον παρουσίασε στον Φαβιέρο. Ο γενναίος Φιλέλλην τον χτύπησε τότε στον ώμο φιλικά και του είπε:
-Λοχία μπορείς να πας εκεί στα στ’ αντικρυνά νησιά, μήπως εύρεις κανένα πλοίο να μας μεταφέρει;
-Κολυμπώ καλά, αρχηγέ, απάντησε ο λεβεντόκορμος λοχίας, κι ελπίζω να τα καταφέρω.
    Ο Φαβιέρος τότε σχημάτισε με τους δυο τους λιχανούς το σύμβολο του σταυρού.
-Φίλησε το σταυρό! Λέει στο Μυκώνιο σοβαρά, και ορκίσου ότι δεν θα φύγεις.
    Ο λοχίας φίλησε ηχηρά τον σταυρό και: -Το ορκίζομαι! Φωνάζει, θα πάω!
    Όλο το στράτευμα σιωπούσε στην επίσημη αυτή στιγμή.
    Και ο Φαβιέρος, δακρυσμένος, σφίγγει στην αγκαλιά του το ηρωικό του παλληκάρι, το φιλεί στο έτωπο και του λέει:
-Λοχία, πήγαινε στην ευχή του Θεού και αν εύρεις πλοιάρια φέρε τα. Συλλογίσου ότι θα σώσεις τους αδελφούς σου. Αν δεν εύρεις, να γυρίσεις πίσω να μας πεις και να πεθάνεις μαζί μας.
    Ο Νικόλας αμέσως χωρίς να πει λέξη χαιρέτησε κανονικά και γυρνώντας προχώρησε στην παραλία παρακολουθούμενος από τους άντρες του λόχου του κι από τους λίγους πατριώτες του που τον καμάρωναν. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και κρύα και το πέλαος βογγούσε από την τρικυμία. Έφτασε στο γιαλό κι αφού ξεντύθηκε γρήγορα-γρήγορα φώναξε:
-Συχωράτε με αδέρφια κι ο Θεός να σας συχωρέσει.
    Κανένας δεν μίλησε κι ο λοχίας πέφτει στη θάλασσα.
    Έφταναν τα μεσάνυχτα και το κρύο δυνάμωνε, μα ο Νικόλας εξακολουθούσε να κολυμπά με όλες του τις δυνάμεις. Όσο όμως προχωρούσε, τόσο και τα κύματα γινόταν μεγαλύτερα, ώσπου ένα απ’ αυτά τον σκέπασε ολόκληρο. Ξαναβγήκε στον αφρό αλλά και κείνα που ερχόταν τον απειλούσαν. Τότε, όπως ο ίδιος διηγόταν στους συναγωνιστές του, δίστασε κι εσκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Στράφηκε μάλιστα κι άρχισε να κολυμπά προς το στρατόπεδο, μα ξαφνικά σα να πέρασε ένα φως από το νου του κι ένα χέρι να τον ανασήκωνε, ξαναγύρισε κι άρχισε να κολυμπά λαχανιασμένος πια και νοιώθοντας τα μέλη του να παγώνουν και τις δυνάμεις του να τον αφίνουν. Μέσα σ’ αυτό το μούδιασμα, ένα πελώριο κύμα τον περιτύλιξε. Δείλιασε τότε ξανά και σκέφτηκε ότι είναι αδύνατο να προχωρήσει. Ξαναστράφηκε τότε να γυρίσει, μα σκέφτηκε αμέσως την ντροπή που θα’ παιρνε και τους συντρόφους του που κινδύνευαν και το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι.
-Μόνο αν πνιγώ, είπε μέσα του, δεν θα πάω. Θεέ μου βοήθα με.
    Τόσο είχε ανάψει από την ταραχή του και τον ανακοχλασμό του αίματός του, που πήρε καινούργια δύναμη. Άρχισε να κολυμπά φρενιασμένα από την έξαψη, να παλεύει με τα κύματα και να τα καβαλικεύει σαν δελφίνι, με τη ακλόνητη πια απόφαση ή να πάει ή να μην στραφεί, ώσπου ύστερα από δίωρη αγωνία και πάλη, βγήκε στην αμμουδιά του δεξιού νησακιού. Ξάπλωσε παράμερα κι έτριψε τα μέλη του να ζεσταθούν, αλλά δεν έπρεπε να χάνει καιρό. Σηκώθηκε κι ολόγυμνος, τρέμοντας από το κρύο, άρχισε περπατεί μηχανικά. Πουθενά όμως δεν φαινόταν σημείο ζωής παρά σιωπή και ερημιά βασίλευαν γύρω του. Ύστερα από μισής ώρας αληθινό μαρτύριο είδε κάπου μακρυά ένα φτωχό φως. Βίασε το βήμα του κι έφτασε προς το μέρος που το είδε. Δεν γελάστηκε γιατί ήταν πραγματικά ένα πλοιάριο αλλ’ αγκυροβολημένο μακρυά από την ακτή. Πλησίασε απέναντι κι άρχισε να φωνάζει:
-Έ! Από το καϊκι, έ! Από το καϊκι!
    Η φωνή του όμως, παγωμένη πες κι αυτή, ακουόταν μόλις βραχνά. Έπεσε ξανά στη θάλασσα και κολυμπόυσε προς το καϊκι, φωνάζοντας συγχρόνως, αλλά κανείς δεν τ’ απαντούσε. Τέλος επλησίασε και τότε μια φωνή του αποκρίθηκε:
-Ποιος είσαι; Τι θέλεις;
-Χριστιανός και για σας ήρθα!
    Το τράβηξαν απάνω, του δώσανε κάπα να σκεπαστεί, γιατί χτυπούσαν τα δόντια του από το κρύο, τον έτριβαν να ζεσταθεί και γεμάτοι περιέργεια κι έκσταση τον ρωτούσαν. Ο λοχίας Μυκώνιος σιγά-σιγά συνήλθε και τους διηγήθηκε τα καθέκαστα και στο τέλος τους είπε:
-Λοιπόν ήρθα να μας γλυτώσετε και να μας περάσετε εδώ.
-Και πώς μπορούμε εμείς, ένα καράβι μονάχα να περάσουμε τόσους ανθρώπους και μάλιστα ως το πρωί, λέει ο καπετάνιος του καϊκιού.
    Αμέσως όμως ένας ναύτης  φωνάζει:
-Μα από τον άλλο κάβο, καπετάνιε, είναι καϊκια σφουγγαράδικα κι αν τα παίρναμε κάτι μπορούσαμε να κάμουμε.
-Δόξα σοι ο Θεός, φώναξε ο λοχίας κι έκαμε το σταυρό του. Ελάτε λοιπόν γρήγορα να πάμε στο στρατόπεδο, να πάρουμε συντρόφους και να γυρίσουμε να πάρουμε τα σφουγγαράδικα.
-Σάλπα, παιδιά την άγκουρα! Φώναξε ο καπετάνιος του καϊκιού και να σας δω, πανιά και κουπιά.
    Όταν πήγαν στο στρατόπεδο, όλοι κλέγανε από τη μεγάλη τους χαρά και καταφιλούσαν τον σωτήρα τους Μυκώνιο και πρώτος ο Φαβιέρος. Πήραν εβδομήντα άντρες, τους πήγαν στα νησάκια και βρήκαν και εννιά σφουγγαράδικα, που πρόθυμα άρχισαν αμέσως τη μεταφορά. Πριν ανατείλει ο ήλιος, όλος ο στρατός είχε μεταφερθεί και σωθεί στα νησάκια. Τελευταίος πάτησε στην ακτή ο Φαβιέρος έχοντας τους λοχαγούς του δίπλα και το γενναίο του λοχία.
    Την άλλη μέρα, Πέμπτη 5 Μαρτίου 1828, όλοι ήταν σωσμένοι. Όσο όμως προχωρούσε η μέρα βρέθηκαν σε νέα αμηχανία γιατί τα νησάκια ήταν κατάξερα και η δίψα άρχισε να τους βασανίζει. Ο Νικόλας όμως έσωσε και πάλι την κατάσταση. 
    Γνώριζε μικρό παιδί από το νησί του ότι όπου υπάρχει αμμουδιά κι ύστερα απ’ την πεδιάδα, άμα προχωρήσεις δεκαπέντε-είκοσι μέτρα προς την πεδιάδα και σκάψεις σε βάθος, όχι παραπάνω από μέτρο, θα βρεις οπωσδήποτε νερό, μπορεί θολό, αλλά θα πίνεται. Ο λοχίας λοιπόν πήρε μαζύ του τους άντρες.
-Αδέρφια, φώναξε, έχει ο Θεός, κοντά μου! Και αφού προχώρησε είκοσι βήματα, στάθηκε και σαν νέος Ααρών χτύπησε το πόδι του και είπε: «εδώ σκάψετε». Σκάψανε και σε βάθος ενός μέτρου βρήκανε νερό θολωμένο μα γλυκό κι έσκυψε πρώτος και ήπιε. Σκάφτηκαν τότε γύρω κι άλλοι λάκκοι κι όλος ο στρατός έσβησε τη δίψα του.
    Η θέση όμως του στρατού ήταν οπωσδήποτε δύσκολη από την έλλειψη τροφίμων και γι αυτό έγινε καινούργιο πολεμικό συμβούλιο χωρίς όμως να μπορεί ν’ αποφασιστεί τίποτα.
-Αύριο βλέπομε, είπε επί τέλους ο Φαβιέρος. Ο Θεός που μας έσωσε χθες, θα μας σώσει και πάλι. Και κουρασμένοι όλοι έπεσαν να κοιμηθούν. Τα χαράματα της άλλης μέρας 6 Μαρτίου φάνηκαν –κι είναι άγνωστο από πού πληροφορήθηκαν-νά ‘ρχονται στα νησάκια τέσσερα μεγάλα πλοία. Άραξαν. Ήταν ο ίδιος ο Γάλλος  ναύαρχος Δεριγνύ με τη φρεγάτα του, ένα αγγλικό δίκροτο και δύο μεγάλα ανδριώτικα καράβια που τους παρέλαβαν όλους και τους μετέφεραν στη Σύρο. Εκεί όλοι θαύμαζαν τον σωτήρα λοχία τους Νικόλαο Μυκώνιο.
    Αυτά είναι τα μεγάλα κατορθώματα του ήρωά μας, που η πολεμική του δράση δεν σταματά κι αποστρατεύεται από τις τάξεις του στρατού μόνο, όταν τον παίρνουν τα γηρατειά.
    Ο Νικόλαος Μυκώνιος, απόστρατος ταγματάρχης, ζούσε στη Νάξο γέρος πια. Κάποτε που έμαθε ότι ένας συναγωνιστής του, ο γέρο Ρουσελής (Μανώλης Κληρονόμος) από τ’ Απεράθου, ψυχομαχούσε και πήγε να τον δει για τελευταία φορά. Σαν αντίκρυσε τον παλιό του συμπολεμιστή ξαπλωμένο σ’ ένα φτωχό κρεββάτι, του είπε: 
-Έ, γέρο Ρουσελή, θυμάσαι τα … που φάγαμε στα Κόκκινα; Και πρόφερε μια βρωμισιά.
    Ο γέρο Ρουσελής κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο γε΄ρο τότε Μυκώνιος έβγαλε το πηλίκιό του, έσκυψε και τον φίλησε και του είπε:
-Θαρρώ, κοντεύει κι η δική μου ώρα. Άντε, καλό ταξίδι και καλήν αντάμωση. Τώρα δεν θα παλεύω με τα κύματα.
    Και πραγματικά ο ηρωικός αγωνιστής έκλεισε σε λίγο καιρό ήσυχα και ταπεινά τα μάτια του»."
Του φιλόλογου Νίκου Ι. Λεβογιάννη (απ’ το ανέκδοτο βιβλίο του ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ τ. Β΄)
Όπως είναι γνωστό τα νησιά των Κυκλάδων από το 1204 με την κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους περιήλθαν στη δικαιοδοσία δουκών Φράγκων, η κυριαρχία των οποίων διατηρήθηκε και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Ελάχιστοι ήταν οι Τούρκοι που βρέθηκαν στις Κυκλάδες και κυρίως αυτοί ήταν φοροεισπράκτορες.
Οι Κυκλαδίτες υπέστησαν διπλή σκλαβιά και πολλές φορές είχαν να κάνουν με δυο αφέντες και πλήρωναν φόρους στους Φράγκους δυνάστες, αλλά και στους Τούρκους κατακτητές.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση το 1821 οι Ναξιώτες δεν είχαν Τούρκους για να στρέψουν τα όπλα εναντίον τους και οι Φράγκοι φεουδάρχες προσπάθησαν να αποτρέψουν οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια, γιατί φοβούνταν ότι θα έχαναν τα κεκτημένα που είχαν. Γι αυτό και δεν είδαν με καλό μάτι την Επανάσταση.

Πολεμικές ενέργειες συνεπώς δεν είχαμε στη Νάξο στη διάρκεια της Επανάστασης. Είχαμε βέβαια Ναξιώτες μυημένους στη Φιλική Εταιρία,τον Ιωάννη Παπαρηγόπουλο,τον Μητροπολίτη Ιερόθεο, τον Μιχαήλ Μαρκοπολίτη, τους: Ραφτόπουλο, Στεκούλη, Δαμηράλη, Νικόλαο Αταλιώτη, Ιερώνυμο Μπαρότζη, Ιάκωβο ιερέα Κόκκο, Χάμπα κ.α. και κάποιους οι οποίοι στρατολογήθηκαν και έσπευσαν να βοηθήσουν την Επανάσταση στα πεδία των μαχών στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως ο Ι. Μ. Δαμηράλης και ο Ζ. Ραφτόπουλος, για τους οποίους ελάχιστα γνωρίζουμε.
Πολύ λίγοι συνεπώς ήταν εκείνοι οι Ναξιώτες που πήραν μέρος σε πολεμικές ενέργειες και μάχες καθόλη τη διάρκεια του Αγώνα.
Ένας απ’ αυτούς με σπουδαία, πολυετή και ηρωική δράση, ήταν ο Κωμιακίτης Νικόλαος Ε. Μυκώνιος, που από την πρώτη στιγμή της κήρυξης της Επανάστασης έσπευσε να μπει στον Αγώνα. Πολέμησε αρχικά στη θάλασσα και στη συνέχεια στη στεριά.
Ο Νικόλαος Μυκώνιος γεννήθηκε στην Κωμιακή Νάξου στις 6 Νοεμβρίου 1803.Το όνομα του πατέρα του πρέπει να ήταν Ελευθέριος.
Ο Νικόλαος Μυκώνιος, ο Νικολής όπως τον έλεγαν στο νησί, ήταν παλικάρι και από τους πρώτους που μπήκε στη γολέττα του Ναξιώτη φιλικού και ναυτικού Ιωάννη Μ. Δαμηράλη, που πρώτος στη Νάξο οπλίστηκε με τους δυο του γιούς Νικόλα και Μιχάλη κι έγινε αρχηγός του Ναξιώτικου εκστρατευτικού σώματος και ξεκίνησαν να πάρουν μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Πολεμιστής γενναίος ο Μυκώνιος συγκρότησε δική του ομάδα από νέους Ναξιώτες και έσπευσαν από την πρώτη στιγμή κήρυξης της Επανάστασης στα πεδία των μαχών.
Ο Μυκώνιος κατετάγη αρχικά στο ναυτικό από το 1821 μέχρι το 1824 και υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Σπετσιώτη πλοιάρχου Ζάντου και κατόπιν υπό τις διαταγές των ναυάρχων Μιαούλη και Νικοδήμου.
Στην ομάδα του Μυκώνιου συμμετείχαν και 20 περίπου Απεραθίτες. Δεν γνωρίζουμε αν συμμετείχαν και άλλοι από άλλα χωριά.
Αναφέρονται τα ονόματα των Απεραθιτών:
Αγαπητού, Γιακουμή, Ρουσελή (Μανώλη Κληρονόμου), Κριμιτζά ή Τακτικοδημήτρη, Σκληράκη.
Τρεις τουλάχιστον απ’ τους Απεραθίτες αυτούς σκοτώθηκαν σε μάχες και τιμήθηκαν αργότερα για τη θυσία τους.
Ο Νίκος Βλ. Σφυρόερας στην ιστορική του έρευνα «Η Νάξος και η Ελληνική Επανάσταση», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ναξιακόν Μέλλον» από τις 5 Μαρτίου 1940 μέχρι την κήρυξη του πολέμου που σταμάτησε να εκδίδεται, αναφερόμενος στους Ναξιώτες που πήραν μέρος στην Επανάσταση γράφει για τον Νικόλαο Μυκώνιο: «Αυτοί είναι οι γνωστότεροι Ναξιώτες φιλικοί, που, αφού ξεσήκωσαν πρώτα τη Νάξο, έτρεξαν να προ-σφέρουν το αίμα και τις υπηρεσίες τους στην άλλη Ελλάδα.
Εκτός όμως απ’ αυτούς μας είναι γνωστά τα ονόματα και άλλων Ναξιωτών φιλικών που υπηρέτησαν πιστά τον αγώνα τόσο μέσα στη Νάξο, όσο και απ’ αυτήν. Οι Αν. Αναπλιώτης, Γ. Λεντούδης (δάσκαλος στο Ιάσι, μυήθηκε στις 12-2-1819 απ’ τον Γ. Γάτζτο), Γ. Κορωνέλης, Μ. Μαρκοπολίτης, Τ. Μελισσινός, Ιερών. Μπαρό-τσης, Π. Ραφτόπουλος, αναφέρονται συχνά ως Φιλικοί και αν μας είναι άγνωστη ακόμα η δράση τους δείχνουν πως η Νάξος δεν έμεινε τόσο ξένη απ’ τον ιερό και μεγάλο αγώνα της ελληνικής λευτεριάς. Επίσης οι Γρηγόριος Σάλλας, Χιλίαρχος πολεμιστής στο πλευρό του Δ. Υψηλάντη, ο ηρωικός δίπλα στο Φαβιέρο λοχίας Ν. Μυκώνιος, του οποίου η δράση θα μας απασχολήσει ξεχωριστά και ο μεγάλος διπλωμάτης και σκληρός αγωνιστής Ιωάν. Παπαρρηγόπουλος, αποθανατίζουν με την γενική επαναστατική δράση τους την συμβολή της Νάξου στην Εθνική επανάσταση και δείχνουν πως η παληκαριά δεν έλειψε απ’ τους Ναξιώτες στις μεγάλες στιγμές της πατρίδας».
Πράγματι ο Ν. Σφυρόερας θα αφιερώσει ειδικό και εκτεταμένο άρθρο στην εφημερίδα «Ναξιακόν Μέλλον» του Μαρτίου 1959, με τίτλο «Ιστορικές μορφές της Νάξου–ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΥΚΩΝΙΟΣ– ο ηρωικός αγωνιστής του 21–ένας μεγάλος άθλος του»
Το 1825 σε ηλικία 22 ετών ο Μυκώνιος κατετάγη στο τακτικό σώμα του ελληνικού στρατού, που για πρώτη φορά τότε δημιουρ-γήθηκε στο Ναύπλιο και κατόπιν υπό τον στρατηγό Φαβιέρο, αρχηγό του τακτικού στρατού, πήρε μέρος σε όλες τις εκστρα-τείες και μάχες που εκείνος διοργάνωσε και κατηύθυνε και τραυ-ματίστηκε σε πολλές απ’ αυτές.
Ο Μυκώνιος αρκετά χρόνια μετά την Επανάσταση επισκέφτηκε τ’ Απεράθου και αναζήτησε τους παλιούς του συμπολεμιστές.
Βρήκε μόνον ένα επιζώντα, κατάκοιτο, τυφλό και υπέργηρο, τον Γιακουμή. Κατά τη συνάντησή τους έγινε ο εξής διάλογος:
Μυκώνιος: Γειά σου Γιακουμή
Γιακουμής: Γεια σου, μα ποιος είσαι, ιατί δε σε γνωρίζω.
Μυκώνιος: Δε μου λες, ξανάφαγες σκατά;
Γιακουμής: Ά, εσύ ‘σαι Μυκώνιε; Έλα να σε φιλήσω. Όχι δεν εξανάφαα.
Μυκώνιος: Εγώ όμως ξανάφαγα.
Στις σημειώσεις του Απεραθίτη Κοινοτάρχη αναφέρεται ότι κατά την εκστρατεία στη Χίο και τον αποκλεισμό του στρατού στο Ακρωτήρι Κόκκινα ελλείψει τροφίμων αναγκάστηκαν πολλοί στρα-τιώτες να φάνε ανθρώπινα περιττώματα.
Κατά τον Γεώργιο Ζευγώλη ο Γιακουμής ονομαζόταν Βασίλειος Ιακώβου Γιακουμής και ήταν προπάππος του Δημήτρη Εμμ. Για-κουμή. Επίσης το επίθετο του Τακτικοδημήτρη ήταν Κριμιτζάς και είχε παντρευτεί την αδελφή του Βασίλη Γιακουμή.
Ο Κριμιτζάς πολέμησε με το σώμα του Μυκονίου στον τακτικό στρατό που διοργάνωσε ο Φαβιέρος και γι αυτό ονομάστηκε τακτικός και όλη του η οικογένεια Ταχτικάδες.
Και σήμερα υπάρχει στ’ Απεράθου αυτό το παρατσούκλι.
Ο Μυκώνιος πήρε μέρος σε μάχες στην Τρίπολη το 1825, στην εκστρατεία της Καρύστου το 1826, όπου τραυματίστηκε στον ώμο, στο Χαϊδάρι τον Αύγουστο του 1826 με τον Καραϊσκάκη, όπου και τραυματίστηκε στην κοιλιά. Στη μάχη αυτή κινδύνευσε να σκοτωθεί ο Καραϊσκάκης από Έλληνες στρατιώτες ακροβολιστές, οι οποίοι λόγω του μελαμψού χρώματος του προσώπου του και του περίεργου καλύμματος του κεφαλιού του, τον εξέλαβαν ως Τούρ-κο.
Με την επέμβαση υπαξιωματικών του 4ου λόχου του 1ου τάγμα-τος που γνωριζαν τον Καραϊσκάκη αυτός διεσώθη. Ανάμεσα στους υπαξιωματικούς που συνέβαλαν στη σωτηρία του Καραϊσκάκη ήταν και ο δεκανέας τότε Νικόλαος Μυκώνιος.
Στην πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους το 1826 ήταν ανάμεσα στους 365 πολεμιστές που διέσπασαν τον κλειό των Τούρκων και μετέφεραν τρόφιμα και πυρομαχικά στους πολιορκη-μένους πάνω στην Ακρόπολη.
Το 1827 και 1828 πήρε μέρος σε μάχες στη Χίο υπό τον Φαβιέρο.
Το 1828 και τον μήνα Μάρτιο το υπό τον Φαβιέρο τμήμα του στρατού, καταδιωκόμενο από πολυάρθμο τμήμα του τουρκικού στρατού που αποβιβάστηκε στη Χίο, βρέθηκε αποκλεισμένος στο Ακρωτήριο της Χίου Κόκκινα,που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του νησιού. Οδός σωτηρίας από τη στεριά δεν υπήρχε και μοναδικός τρόπος διαφυγής ήταν εκείνος «διά θαλάσσης» σε μια ξερονησίδα που βρισκόταν απέναντι σε απόσταση 300 μέτρων, στην οποία ήταν προσορμισμένα και εγκαταλειμμένα μερικά ψαροκάϊκα.Τα είχαν εγκαταλείψει εκεί οι ψαράδες κατ’ εντολή της επιτροπής των Χίων, για να μην υπάρχει δυνατότητα αναχώρησης του στρατού απ’ το νησί και παραλαβής του από τον στόλο υπό τον Μιαούλη,όπως προέβλεπε το σχέδιο.
Ο Φαβιέρος όμως βλέποντας ότι πάση θυσία πρέπει να φύγουν, για να σωθούν και ότι ο μόνος τρόπος διαφυγής ήταν η θάλασσα, έκρινε ότι έπρεπε κάποιος κολυμπώντας νύχτα να περάσει απένα-ντι και να οδηγήσει τα ψαροκάϊκα στην ακτή που βρισκόταν ο στρατός για να περάσει ο στρατός και να διασωθεί.
Στη δραματική έκκληση του Φαβιέρου, που απευθύνθηκε προς τους στρατιώτες του και περιέγραψε την τραγική θέση στην οποία βρισκόταν όλοι τους και διέτρεχαν άμεσα τον κίνδυνο σφαγιασμού τους απ’ τους Τούρκους, ο λοχίας Μυκώνιος έσπευσε να ανταποκριθεί. Προθυμοποιήθηκε να αναλάβει αυτή την επικίνδυνη αποστολή και κολυμπώντας επί τρίωρο στα παγωμένα κύματα μέσα στη νύχτα πέρασε απέναντι και επέστρεψε οδηγώντας στην ακτή ένα πλοιάριο με το οποίο στη συνέχεια έφεραν και άλλα και ολόκληρη εκείνη τη νύχτα όλος ο στρατός πέρασε στο ερημονήσι,από το οποίο την επομένη τους παρέλαβαν το δίκροτο «Ελλάς» μαζί και με άλλα πλοία. Χαρη στην παλικαριά του Μυκωνίου σώθηκε τότε ολόκληρος ο τακτικός στρατός από βέβαιη σφαγή. Μαζί με το στρατό πέρασαν στο νησάκι και πολλά γυναικόπαιδα.
Το κατόρθωμα αυτό του Μυκωνίου έγινε ευρύτατα γνωστό και προκάλεσε ενθουσιώδη σχόλια στον ελληνικό τύπο, αλλά και στις Ευρωπαϊκές χώρες.
Ο Μυκώνιος πήρε επίσης μέρος και σε μάχη στα Μέγαρα το 1829.
Στους Μύλους του Ναυπλίου το 1832, ως επιλοχίας εξήλθε πρώτος με το λόχο του από τα πλοία και επιτέθηκε κατά των τουρκικών στρατευμάτων που πολιορκούσαν τον Μακρυγιάννη και έτσι λύθηκε η πολιορκία.
Ο Μυκώνιος για τη σπουδαία αγωνιστική του δράση στο στρατό πήρε προαγωγές και έφθασε μέχρι τον βαθμό του ταγματάρχη.
Ναύτης εθελοντικά από το 1821 μέχρι το 1825.
Στρατιώτης στον τακτικό στρατό από τις 15 Ιανουαρίου 1825
Δεκανέας από την 1-11-1825
Λοχίας από την 1-8-1827
Επιλοχίας από την 1-3-1832
Ανθυπασπιστής από την 18-9-1839
Ανθυπολοχαγός από την 25-9-1840
Υπολοχαγός από την 25-1-1847
Λοχαγός από την 18-9-1854
Ταγματάρχης εν αποστρατεία από την 4-12-1861
Όπως έλεγαν οι στρατιώτες του, ο Μυκώνιος είχε την ικανότη-τα να διοικεί τους στρατιώτες του χωρίς υπερβολική αυστηρότητα και γι αυτό κρατούσε την πειθαρχία χωρίς κόπο και απολάμβανε σεβασμού και αγάπης από τους κατωτέρους του, εκτίμησης και συμπάθειας από τους ανωτέρους του.
Για τους αγώνες του αυτούς ο Ν. Μυκώνιος τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με βαθμούς και προαγωγές στην ιεραρχία του στρατεύματος, καθώς και αριστεία και παράσημα:
Το χαλκούν αριστείο του Αγώνα το 1836
Το αργυρούν παράσημο του Σωτήρος το 1848
Το χρυσούν παράσημο του Σωτήρος το 1876
Το παράσημο των Ταξιαρχών το 1885
Το 1861 αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη.
Ο Μυκώνιος Απέκτησε τρεις γιους:
Τον Ελευθέριο που γεννήθηκε το 1829 και πέθανε το 1910. Ήταν γραμμένος στο δημοτολόγιο του Δήμου Κορωνίδας με αριθμό μητρώου 712. Ακολούθησε κι αυτός το στρατιωτικό επάγγελμα και έφθασε στο βαθμό του Στρατηγού.
Αργότερα ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε Βουλευ-τής Νάξου - Κυκλάδων σε έξι εκλογικές αναμετρήσεις (1875, 1879, 1885, 1895, 1899, 1902).
Τον Σοφοκλή που γεννήθηκε το 1835 και πέθανε το 1900. Ήταν γραμμένος στο δημοτολόγιο του Δήμου Κορωνίδας με αριθμό μητρώου 619. Και αυτός ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα και έγινε στρατιωτικός γιατρός. Έφθασε ως το βαθμό του Αρχιάτρου.
Τον Αλκιβιάδη που γεννήθηκε το 1840 και πέθανε το 1894.
Ήταν γραμμένος στο δημοτολόγιο του Δήμου Κορωνίδας με αριθμό μητρώου 721. Και αυτός στρατιωτικός που έφθασε μέχρι το βαθμό του Συνταγματάρχη.
Παρόλον ότι και οι τρεις γιοι του Ν. Μυκωνίου είναι γραμμένοι στα μητρώα του Δήμου Κορωνίδας, φαίνεται ότι δεν γεννήθηκαν και δεν έμειναν ποτέ στο χωριό.
Δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία, ούτε πληροφορίες για τη διαμο-νή του Ν. Μυκωνίου στην Κωμιακή. Είναι πολύ πιθανό μέχρι την κήρυξη της Επανάσταση, γιατί όταν άρχισε ο απελευθερωτικός αγώνας ο Μυκώνιος βρισκόταν στη Νάξο και από εκεί ξεκίνησε με την γολέττα του Ραφτόπουλου για να πολεμήσει.
Ο Νικόλαος Μυκώνιος πέθανε στις 21 Μαρτίου 1890 σε ηλικία 87 ετών.
*
«Ιστορικές μορφές της Νάξου
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΥΚΩΝΙΟΣ
ο ηρωικός αγωνιστής του 21-ένας μεγάλος άθλος του
του ΝΙΚΟΥ ΣΦΥΡΟΕΡΑ
Θα διηγηθούμε την ένδοξη ιστορία ενός άγνωστου μα ηρωικού αγωνιστή της απελευθερωτικής επανάστασης του 21. Η ιστορία δεν τον τίμησε με μεγάλες σελίδες, η γη που τον γέννησε σχεδόν τον αγνοεί, μα η λάμψη της παλληκαριάς του δεν έσβησε απ’ του χρόνου τα γυρίσματα, γιατί ποτέ δεν σβνουν και δεν ξεγράφονται οι μεγάλες πράξεις. Έρχεται καιρός κι η θεϊκή σπίθα που τις γεννά, γίνεται πυρσός και φωτίζει κι ο καταχνιασμένος πέπλος της λησμονιάς, ουράνιο φωτοστέφανο γύρω στη θρυλική μορφή τους.
Τέτοια είναι κι η μορφή του ήρωά μας. Ονομαζόταν Νικόλαος Μυκώνιος κι είχε πατρίδα του τη Νάξο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε δίπλα στη θάλασσα, που του’ χε ανοίξει την ψυχή με την ελεύθερη απλωσιά της, ενώ τα μαύρα σκότη της σκλαβιάς σκέπαζαν όλα γύρω του. Μα η παλληκαρίσια νιότη του Νικολή, όπως τον φώναζαν στο νησί, μέστωνε σε μέρες κοινής λαχτάρας του ελληνισμού, που τα γιαταγάνια άστραφταν πάνω απ’ τα κεφάλια των εχθρών του και τα καριοφύλια βροντολογούσαν κι εναρμόνιζαν τον ύμνο της ελευθερίας. Παλληκαρόπουλο ακόμη ο Μυκώνιος, συνεπαίρνεται από το εγερτήριο σάλπισμα και της μάχης τη χλαλοή. Έτσι, μόλις οι νησιώτες συμπατριώτες του αποφάσισαν να βοηθήσουν κι αυτοί την επαναστατημένη πατρίδα, ο Νικολής, ξαναμμένος απ’ τη δυνατή του ψυχή, βρίσκεται στ’ άρματα ανάμεσά τους. Δε λογαριάζει τους γονείς, που φεύγοντας αποχαιρετά, δε φοβάται τη φωτιά, που πάει να πέσει. Απογερμένος μονάχα, την ώρα του ηλιοβασιλέματος, στην κουπαστή της γολέττας του συμπατριώτη του αγωνιστή Μιχάλη Δαμιράλη, που τον φέρνει μακρυά απ’ τ’ αγαπημένο του νησί, κι αντικρύζοντάς ίσως για στερνή φορά να σβήνει σιγά-σιγά μέσα στην καταχνιά του ορίζοντα και να χάνεται απ’ τα μάτια του, αφίνει ένα δάκρυ να κυλήσει στα ξαναμμένα του μάγουλα.
Φθάνοντας στη στεριά το εκστρατευτικό σώμα της Νάξου, ο Μυκώνιος μπαίνει στον ταχτικό στρατό του Φαβιέρου. Κι η στρατιωτική του σταδιοδρομία, γεμάτη ηρωικές πράξεις, αρχίζει. Στα πολεμικά πεδία που του δίνεται η ευκαιρία να δείξει το θάρρος του και την παλληκαριά του, πολεμά με τέτοια τόλμη κι αυταπάρνηση, που όλοι οι συμπολεμιστές κι οι αρχηγοί του τον θαυμάζουν και τον επαινούν. Στην εκστρατεία της Τριπολιτσάς ο Μυκώνιος παίρνει τον βαθμό του δεκανέα (1 Νοεμβρίου 1825). Τον άλλο χρόνο τον βρίσκουμε λοχία στην εκστρατεία της Καρύστου και τον ίδιο χρόνο, στη μάχη του Χαϊδαρίου, που διαλύεται το τετράγωνο του τακτικού στρατού, ο Μυκώνιος πληγώνεται στο αριστερό μέρος της κοιλιάς. Δεν έχει όμως ακόμα γειάνει η λαβωματιά του κι ενώ η Ακρόπολη πολιορκείται, ο Μυκώνιος, μαζί με μερικούς άλλους άντρες, αψηφώντας το βέβαιο κίνδυνο, μπαίνει μέσα φορτωμένος μπαρούτι και τροφές. Παίρνει αμέσως θέση στο λεγόμενο ταμπούρι του Καράσοϊ, μα εκεί ένα κομμάτι βόμβας τον βρίσκει και τον πληγώνει βαρειά στο αριστερό γόνατο.
Όλα όμως αυτά ο απλός ηρωικός αγωνιστής τα παίρνει για ψιλοπράγματα κι η ψυχή του πια, ατσαλωμένη και μπαρουτοκαπνισμένη στους αγώνες, τον σπρώχνει σε καινούριους άθλους. Και ο ηρωικότερος πράγματι άθλος του είναι τούτος που θα διηγηθούμε παρακάτω. Τις πληροφορίες μας τις παίρνουμε από τον ατομικό το φάκελλο στην Εθνική Βιβλιοθήκη και από το «Χιακόν Αρχείον».
Στα 1827, μόλις είχαν γειάνει τα δυό του μεγάλα τραύματα, ο Μυκώνιος ακολουθεί τον Φαβιέρο στην άτυχη εκείνη εκστρατεία της Χίου, που βάστηξε πέντε περίπου μήνες από τον Οκτώβρη ως τον Μάρτη του 1828. Είχαν περάσει οι τέσσερις γεμάτοι θυσίες, στερήσεις και σκληρούς αγώνες για τον ελληνικό στρατό, όταν την Τετάρτη 4 Μαρτίου 1828 τέσσερις χιλιάδες ταχτικός και άταχτος ελληνικός στρατός με τον Φαβιέρο επικεφαλής πολεμούσε απεγνωσμένα από το πρωί γύρω στα Μαστιχοχώρια της Χίου με αντίπαλο υπερδιπλάσια τουρκικά στρατεύματα. Ως το μεσημέρι η μάχη έκλινε με το μέρος των Ελλήνων κι είχαν τρέψει τον εχθρό σε οπισθοχώρηση, μα όταν το απόγευμα ξανάρχισε η μάχη, πιο πεισμωμένη, από τους Τούρκους, οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση γιατί είχαν λείψει τα πολεμοφόδια κι έτσι καταδιώχτηκαν ως την παραλία, που τους βρήκε η νύχτα, ενώ οι εχθροί μη συνηθίζοντας να κάνουν τη νύχτα επιθέσεις, κατασκήνωσαν απέναντί τους με την πρόθεση μόλις ξημερώσει να αποτελειώσουν το έργο της καταστροφής.
Ο Φαβιέρος, βλέποντας τότε τη δύσκολη θέση του, κάλεσε πολεμικό συμβούλιο για ν’ αποφασιστεί η τύχη τους. Η στιγμή ήταν κρίσιμη και κανείς δεν αποφάσιζε να πει τη γνώμη του. Μέσα στη σιωπή και το σφίξιμο της καρδιάς που επικρατούσε, σηκώθηκε ξαφνικά κάποιος και βροντοφώναξε: «να κάνουμε την προσευχή μας και να πεθάνουμε σαν άντρες». Ο Φαβιέρος όμως συλλογιζόταν την ευθύνη του και δίσταζε να θυσιάσει τόσο στρατό. Μέσα στην αμηχανία του το βλέμμα του καρφώθηκε σε δυο νησάκια που βρίσκονται σε αρκετή απόσταση απέναντι στο Χιακό γιαλό, το ένα κοντά στο άλλο, ονομαζόμενα «Κόκκινα». Σκέφθηκε τότε πως μόνο σε κείνα υπήρχε κάποια ελπίδα σωτηρίας, του χρειαζόταν όμως ένας καλός κολυμβητής. Ύστερα από μακρυά συζήτηση, αποφασίστηκε να ρωτήσουν οι αρχηγοί τους στρατιώτες τους και αν κανείς τους ξέρει καλό κολύμπι να πάει στα νησάκια κι αν βρει πλοία ή βάρκες να τις φέρει. Αν αποτύχαιναν σ’ αυτό, άλλος δρόμος δεν υπήρχε παρά να ριχτούν πρώτοι τα ξημερώματα κατά του εχθρού κι’ ό,τι φέρει ο Θεός.
Όλο το στρατόπεδο τότε σηκώθηκε στο πόδι και η αναζήτηση του κολυμβητή άρχισε. Η αγωνία έσφιγγε τις καρδιές, όταν ένας λοχίας από το λόχο του Ανδριένη βγαίνει από τη γραμμή, πλησιάζει το λοχαγό, τον χαιρετά στρατιωτικά και του λέει:
-Εγώ, κύριε λοχαγέ, πάω. Διατάξετε!
-Αλήθεια, μπορείς Νικόλαε; του λέει γεμάτος συγκίνηση ο λοχαγός, δίνοντας το χέρι.
-Μάλιστα, κύριε λοχαγέ.
Ο λοχίας αυτός ήταν ο Νικόλαος Μυκώνιος, που ήθελε να δείξει ακόμα μια φορά το θάρρος και την παλληκαριά του, σώζοντας ένα ολόκληρο στρατό.
Ο λοχαγός Ανδριένης τον πήρε αμέσως και τον παρουσίασε στον Φαβιέρο. Ο γενναίος Φιλέλλην τον χτύπησε τότε στον ώμο φιλικά και του είπε:
-Λοχία μπορείς να πας εκεί στα στ’ αντικρυνά νησιά, μήπως εύρεις κανένα πλοίο να μας μεταφέρει;
-Κολυμπώ καλά, αρχηγέ, απάντησε ο λεβεντόκορμος λοχίας, κι ελπίζω να τα καταφέρω.
Ο Φαβιέρος τότε σχημάτισε με τους δυο τους λιχανούς το σύμβολο του σταυρού.
-Φίλησε το σταυρό! Λέει στο Μυκώνιο σοβαρά, και ορκίσου ότι δεν θα φύγεις.
Ο λοχίας φίλησε ηχηρά τον σταυρό και: -Το ορκίζομαι! Φωνάζει, θα πάω!
Όλο το στράτευμα σιωπούσε στην επίσημη αυτή στιγμή.
Και ο Φαβιέρος, δακρυσμένος, σφίγγει στην αγκαλιά του το ηρωικό του παλληκάρι, το φιλεί στο έτωπο και του λέει:
-Λοχία, πήγαινε στην ευχή του Θεού και αν εύρεις πλοιάρια φέρε τα. Συλλογίσου ότι θα σώσεις τους αδελφούς σου. Αν δεν εύρεις, να γυρίσεις πίσω να μας πεις και να πεθάνεις μαζί μας.
Ο Νικόλας αμέσως χωρίς να πει λέξη χαιρέτησε κανονικά και γυρνώντας προχώρησε στην παραλία παρακολουθούμενος από τους άντρες του λόχου του κι από τους λίγους πατριώτες του που τον καμάρωναν. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και κρύα και το πέλαος βογγούσε από την τρικυμία. Έφτασε στο γιαλό κι αφού ξεντύθηκε γρήγορα-γρήγορα φώναξε:
-Συχωράτε με αδέρφια κι ο Θεός να σας συχωρέσει.
Κανένας δεν μίλησε κι ο λοχίας πέφτει στη θάλασσα.
Έφταναν τα μεσάνυχτα και το κρύο δυνάμωνε, μα ο Νικόλας εξακολουθούσε να κολυμπά με όλες του τις δυνάμεις. Όσο όμως προχωρούσε, τόσο και τα κύματα γινόταν μεγαλύτερα, ώσπου ένα απ’ αυτά τον σκέπασε ολόκληρο. Ξαναβγήκε στον αφρό αλλά και κείνα που ερχόταν τον απειλούσαν. Τότε, όπως ο ίδιος διηγόταν στους συναγωνιστές του, δίστασε κι εσκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Στράφηκε μάλιστα κι άρχισε να κολυμπά προς το στρατόπεδο, μα ξαφνικά σα να πέρασε ένα φως από το νου του κι ένα χέρι να τον ανασήκωνε, ξαναγύρισε κι άρχισε να κολυμπά λαχανιασμένος πια και νοιώθοντας τα μέλη του να παγώνουν και τις δυνάμεις του να τον αφίνουν. Μέσα σ’ αυτό το μούδιασμα, ένα πελώριο κύμα τον περιτύλιξε. Δείλιασε τότε ξανά και σκέφτηκε ότι είναι αδύνατο να προχωρήσει. Ξαναστράφηκε τότε να γυρίσει, μα σκέφτηκε αμέσως την ντροπή που θα’ παιρνε και τους συντρόφους του που κινδύνευαν και το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι.
-Μόνο αν πνιγώ, είπε μέσα του, δεν θα πάω. Θεέ μου βοήθα με.
Τόσο είχε ανάψει από την ταραχή του και τον ανακοχλασμό του αίματός του, που πήρε καινούργια δύναμη. Άρχισε να κολυμπά φρενιασμένα από την έξαψη, να παλεύει με τα κύματα και να τα καβαλικεύει σαν δελφίνι, με τη ακλόνητη πια απόφαση ή να πάει ή να μην στραφεί, ώσπου ύστερα από δίωρη αγωνία και πάλη, βγήκε στην αμμουδιά του δεξιού νησακιού. Ξάπλωσε παράμερα κι έτριψε τα μέλη του να ζεσταθούν, αλλά δεν έπρεπε να χάνει καιρό. Σηκώθηκε κι ολόγυμνος, τρέμοντας από το κρύο, άρχισε περπατεί μηχανικά. Πουθενά όμως δεν φαινόταν σημείο ζωής παρά σιωπή και ερημιά βασίλευαν γύρω του. Ύστερα από μισής ώρας αληθινό μαρτύριο είδε κάπου μακρυά ένα φτωχό φως. Βίασε το βήμα του κι έφτασε προς το μέρος που το είδε. Δεν γελάστηκε γιατί ήταν πραγματικά ένα πλοιάριο αλλ’ αγκυροβολημένο μακρυά από την ακτή. Πλησίασε απέναντι κι άρχισε να φωνάζει:
-Έ! Από το καϊκι, έ! Από το καϊκι!
Η φωνή του όμως, παγωμένη πες κι αυτή, ακουόταν μόλις βραχνά. Έπεσε ξανά στη θάλασσα και κολυμπόυσε προς το καϊκι, φωνάζοντας συγχρόνως, αλλά κανείς δεν τ’ απαντούσε. Τέλος επλησίασε και τότε μια φωνή του αποκρίθηκε:
-Ποιος είσαι; Τι θέλεις;
-Χριστιανός και για σας ήρθα!
Το τράβηξαν απάνω, του δώσανε κάπα να σκεπαστεί, γιατί χτυπούσαν τα δόντια του από το κρύο, τον έτριβαν να ζεσταθεί και γεμάτοι περιέργεια κι έκσταση τον ρωτούσαν. Ο λοχίας Μυκώνιος σιγά-σιγά συνήλθε και τους διηγήθηκε τα καθέκαστα και στο τέλος τους είπε:
-Λοιπόν ήρθα να μας γλυτώσετε και να μας περάσετε εδώ.
-Και πώς μπορούμε εμείς, ένα καράβι μονάχα να περάσουμε τόσους ανθρώπους και μάλιστα ως το πρωί, λέει ο καπετάνιος του καϊκιού.
Αμέσως όμως ένας ναύτης φωνάζει:
-Μα από τον άλλο κάβο, καπετάνιε, είναι καϊκια σφουγγαράδικα κι αν τα παίρναμε κάτι μπορούσαμε να κάμουμε.
-Δόξα σοι ο Θεός, φώναξε ο λοχίας κι έκαμε το σταυρό του. Ελάτε λοιπόν γρήγορα να πάμε στο στρατόπεδο, να πάρουμε συντρόφους και να γυρίσουμε να πάρουμε τα σφουγγαράδικα.
-Σάλπα, παιδιά την άγκουρα! Φώναξε ο καπετάνιος του καϊκιού και να σας δω, πανιά και κουπιά.
Όταν πήγαν στο στρατόπεδο, όλοι κλέγανε από τη μεγάλη τους χαρά και καταφιλούσαν τον σωτήρα τους Μυκώνιο και πρώτος ο Φαβιέρος. Πήραν εβδομήντα άντρες, τους πήγαν στα νησάκια και βρήκαν και εννιά σφουγγαράδικα, που πρόθυμα άρχισαν αμέσως τη μεταφορά. Πριν ανατείλει ο ήλιος, όλος ο στρατός είχε μεταφερθεί και σωθεί στα νησάκια. Τελευταίος πάτησε στην ακτή ο Φαβιέρος έχοντας τους λοχαγούς του δίπλα και το γενναίο του λοχία.
Την άλλη μέρα, Πέμπτη 5 Μαρτίου 1828, όλοι ήταν σωσμένοι. Όσο όμως προχωρούσε η μέρα βρέθηκαν σε νέα αμηχανία γιατί τα νησάκια ήταν κατάξερα και η δίψα άρχισε να τους βασανίζει. Ο Νικόλας όμως έσωσε και πάλι την κατάσταση.
Γνώριζε μικρό παιδί από το νησί του ότι όπου υπάρχει αμμουδιά κι ύστερα απ’ την πεδιάδα, άμα προχωρήσεις δεκαπέντε-είκοσι μέτρα προς την πεδιάδα και σκάψεις σε βάθος, όχι παραπάνω από μέτρο, θα βρεις οπωσδήποτε νερό, μπορεί θολό, αλλά θα πίνεται. Ο λοχίας λοιπόν πήρε μαζύ του τους άντρες.
-Αδέρφια, φώναξε, έχει ο Θεός, κοντά μου! Και αφού προχώρησε είκοσι βήματα, στάθηκε και σαν νέος Ααρών χτύπησε το πόδι του και είπε: «εδώ σκάψετε». Σκάψανε και σε βάθος ενός μέτρου βρήκανε νερό θολωμένο μα γλυκό κι έσκυψε πρώτος και ήπιε. Σκάφτηκαν τότε γύρω κι άλλοι λάκκοι κι όλος ο στρατός έσβησε τη δίψα του.
Η θέση όμως του στρατού ήταν οπωσδήποτε δύσκολη από την έλλειψη τροφίμων και γι αυτό έγινε καινούργιο πολεμικό συμβούλιο χωρίς όμως να μπορεί ν’ αποφασιστεί τίποτα.
-Αύριο βλέπομε, είπε επί τέλους ο Φαβιέρος. Ο Θεός που μας έσωσε χθες, θα μας σώσει και πάλι. Και κουρασμένοι όλοι έπεσαν να κοιμηθούν. Τα χαράματα της άλλης μέρας 6 Μαρτίου φάνηκαν –κι είναι άγνωστο από πού πληροφορήθηκαν-νά ‘ρχονται στα νησάκια τέσσερα μεγάλα πλοία. Άραξαν. Ήταν ο ίδιος ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ με τη φρεγάτα του, ένα αγγλικό δίκροτο και δύο μεγάλα ανδριώτικα καράβια που τους παρέλαβαν όλους και τους μετέφεραν στη Σύρο. Εκεί όλοι θαύμαζαν τον σωτήρα λοχία τους Νικόλαο Μυκώνιο.
Αυτά είναι τα μεγάλα κατορθώματα του ήρωά μας, που η πολεμική του δράση δεν σταματά κι αποστρατεύεται από τις τάξεις του στρατού μόνο, όταν τον παίρνουν τα γηρατειά.
Ο Νικόλαος Μυκώνιος, απόστρατος ταγματάρχης, ζούσε στη Νάξο γέρος πια. Κάποτε που έμαθε ότι ένας συναγωνιστής του, ο γέρο Ρουσελής (Μανώλης Κληρονόμος) από τ’ Απεράθου, ψυχομαχούσε και πήγε να τον δει για τελευταία φορά. Σαν αντίκρυσε τον παλιό του συμπολεμιστή ξαπλωμένο σ’ ένα φτωχό κρεββάτι, του είπε:
-Έ, γέρο Ρουσελή, θυμάσαι τα … που φάγαμε στα Κόκκινα; Και πρόφερε μια βρωμισιά.
Ο γέρο Ρουσελής κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο γε΄ρο τότε Μυκώνιος έβγαλε το πηλίκιό του, έσκυψε και τον φίλησε και του είπε:
-Θαρρώ, κοντεύει κι η δική μου ώρα. Άντε, καλό ταξίδι και καλήν αντάμωση. Τώρα δεν θα παλεύω με τα κύματα.
Και πραγματικά ο ηρωικός αγωνιστής έκλεισε σε λίγο καιρό ήσυχα και ταπεινά τα μάτια του».

Δεν υπάρχουν σχόλια: