Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Εικόνες του χθες που ζούμε και σήμερα

 Οκτώβριος 20, 2016 Πρόσφυγες από τη Σμύρνη κάτω από την Ακρόπολη
Από την »Εφημερίδα των Συντακτών»
Συντάκτης: Σταύρος Μαλαγκονιάρης
 Εικόνες του χθες που ζούμε και σήμερα . Ο ξεριζωμός των Ελλήνων το ’22: Από την καταστροφή της Σμύρνης στον Γολγοθά των προσφύγων, τις αντιπαραθέσεις και τις συγκρούσεις στην Ελλάδα ως την οικονομική ανάσταση που έφεραν οι κατατρεγμένοι.
Πριν από το τσουνάμι του 1922........
 
Ενα χαμένο άγνωστο φιλμ, Πρόσφυγες του 1922, Σμύρνη

Καταφύγιο ξεριζωμένων από νωρίς η Ελλάδα


                                                           Προσφυγικός καταυλισμός στον Εβρο
Από τον 19ο αιώνα προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα διαμόρφωσαν νέα δεδομένα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.

Ομως, κατά το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα το προσφυγικό «τσουνάμι», που προκάλεσε ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έφερε, τα πάνω κάτω.

Η Ελλάδα, στο σταυροδρόμι των δύο ηπείρων, βρέθηκε στο επίκεντρο αυτών των μετακινήσεων, όπως συμβαίνει και τώρα με τους πρόσφυγες από τη Συρία, το Ιράκ κ.α., που αποτελούν τα θύματα του σύγχρονου ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, για τη διεύρυνση των γεωστρατηγικών συμφερόντων τους.

Κατά τον 19ο αιώνα η επίδραση των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών αποτυπώνεται ανάγλυφα στον Πειραιά.

Από ένα έρημο χωριό του 1835 έφτασε να αριθμεί, στο τέλος του αιώνα, περισσότερους από 50.000 κατοίκους.

Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της δημογραφικής ανάπτυξης οφειλόταν στη μετανάστευση προς τη νέα πόλη.

Ενα μικρό ποσοτικά τμήμα αυτής της μετανάστευσης μπορεί να χαρακτηριστεί προσφυγικού τύπου (Β. Τσοκόπουλος, «Ο Πειραιάς του 19ου αιώνα ως προσφυγούπολη», Από τον συλλογικό τόμο «Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα», Επιστημονικό Συμπόσιο, Ιδρυμα Μωραΐτη 11 &12/4/1997. Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά).

Οι συγκεκριμένες προσφυγικές ελεύσεις στον Πειραιά συνέπεσαν με τις πιο σημαντικές καμπές της πορείας του στον 19ο αιώνα:

◾ Tη γένεσή της, η οποία συνδέθηκε με τη δημιουργία του χιακού συνοικισμού, και

◾ Tη στροφή προς τη δευτερογενή παραγωγή, την καθαυτή εκβιομηχάνιση της πόλης, η οποία συνέπεσε και εν πολλοίς συνδέθηκε με την έλευση των Κρητών προσφύγων τα έτη 1867- 69 (Β. Τσοκόπουλος, ό.π.)

Αντίθετα, οικονομικοί μετανάστες ήταν οι Υδραίοι, που έφτασαν στη πόλη λόγω της οικονομικής παρακμής του νησιού και οι Μανιάτες, που άρχισαν να φτάνουν μετά το 1860.

                                                           Ολες οι φυλές




1922- πρόσφυγες στην Ελλάδα


Ομως, με την «ανατολή» του 20ού αιώνα και την όξυνση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων έγιναν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών και άρχισαν να καταφθάνουν, δεκάδες, στον ελλαδικό χώρο (την Παλαιά Ελλάδα, όπως λεγόταν) οι πρόσφυγες, κυρίως Ελληνες αλλά και άλλων εθνοτήτων, όπως Αρμένιοι, Ρώσοι κ.ά.

Σε έκδοση του υπουργείου Περιθάλψεως με τίτλο «Η περίθαλψις των προσφύγων 1917 – 1920» διαβάζουμε ότι μέχρι το 1920 είχαν φτάσει στην Ελλάδα περίπου 800.000 πρόσφυγες, που προέρχονταν από:

▶ Τις επαρχίες, που είχαν περάσει στη Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (Ξάνθη, Δεδέ Αγάτς -η σημερινή Αλεξανδρούπολη, Γκιουμουλτζίνα -η σημερινή Κομοτηνή, Πόρτο Λάγος, Στρωμνίτσα, Μελένικο κ.λπ.) (1913).

▶ Τη Βουλγαρία (1913), από την Ανατολική Θράκη (συγκεκριμένα την τότε Τουρκική Θράκη) 1914, τη Βόρεια Ηπειρο (1915- 16) και από την Αίγυπτο (αιχμάλωτοι του αγγλικού στρατού, οι οποίοι συνελήφθησαν καθώς υπηρετούσαν στο τουρκικό στρατό).

▶ Την Ανατολική Μακεδονία, κατά την κατοχή της από τον βουλγαρικό στρατό (1916) και από τη Βουλγαρία μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, κάτοικοι που είχαν απαχθεί ως όμηροι και κάτοικοι της Νέας Βουλγαρίας, όπως διαμορφώθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1918).

▶ Την Τουρκία, κάτοικοι της Θράκης και της Μικράς Ασίας, που είχαν σταλεί στη Βουλγαρία πριν από την κήρυξη του πολέμου με τους Συμμάχους (1918).

▶ Τη Ρωσία, κάτοικοι της Νοτίου Ρωσίας και Πόντιοι εγκατασταθέντες εκεί πριν και μετά την κήρυξη του πολέμου από την Τουρκία εναντίον των Συμμάχων (1919).

▶ Τη Ρουμανία, από επαρχίες που γίνονταν πολεμικές συγκρούσεις (1919).

▶ Την ιταλοκρατούμενη Μ. Ασία (1919).

▶ Τα Δωδεκάνησα, που από το 1910 έφταναν, κατά περιόδους, κάτοικοι λόγω της ιταλικής κατοχής.

Ειδική περίπτωση αποτελούσε ο πρώτος διωγμός των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, που έγινε από το 1912-14, με ένταση από τον Μάιο μέχρι και τον Σεπτέμβρη του 1914.

Αυτός ο πρώτος διωγμός αποδυνάμωσε το ελληνικό στοιχείο, παρότι αρκετοί επέστρεψαν στα πατρογονικά τους μετά την άφιξη του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία.

Ενδεικτικό είναι «εμπιστευτικό» έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών (Τμήμα Β’ Πολιτικόν Ανατολικόν) προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Εμ. Ρέπουλη, με ημερομηνία 21 Μαΐου 1919, το οποίο αναφέρεται στον «καζά» (Επαρχία) της Περγάμου, γράφοντας ότι οι Τούρκοι με τους συμπατριώτες τους μετανάστες φτάνουν σε 75.000-80.000 ενώ «οι μέλλοντες να επιστρέψουν ομογενείς μόλις θα ανέρχονται σε 15.000- 16.000 εκ των 25.000 […]. Το πλείστον των ελληνικών κτημάτων επωλήθησαν εις τους Τούρκους κατοίκους παρ’ αυτής της Τουρκικής κυβέρνησης» (Π.Γ. Πρωθυπουργού, Εμπιστευτικό Πρωτ. 387/27-2-1918, Γενικά Αρχεία του Κράτους)


Στο ίδιο έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών με αποδέκτη το Πολιτικό Γραφείο του Προέδρου της Κυβερνήσεως επισυνάπτεται πίνακας από τον οποίο προκύπτει ότι οι Ελληνες της Μικράς Ασίας και της περιοχής της Κωνσταντινούπολης ανέρχονταν σε 1.982.376.

Σύμφωνα με το έγγραφο, τα στοιχεία προήλθαν από στατιστική που κατάρτισε το 1907 ο Μικρασιατικός Σύλλογος έπειτα από έλεγχο και επικαιροποίηση, που έγινε το 1912 με μέριμνα των προξενικών αρχών (Π.Γ. Πρωθυπουργού, ο.π.)

Οπως φαίνεται στον Πίνακα οι Ελληνες αποτελούσαν περίπου το 20% του πληθυσμού της περιοχής, το οποίο πάντως κυριαρχούσε οικονομικά και είχε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά, παρ’ ότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.
Ο εθνικός διχασμός οδήγησε σε εκτελέσεις

Οι αυθαιρεσίες των βασιλικών και οι ακραίες αντιλήψεις ακροδεξιών
Πρόσφυγες στην Ελλάδα (1915)




Για κακή τύχη των προσφύγων και η αντιμετώπιση του επίσημου ελληνικού κράτους δεν ήταν η καλύτερη δυνατή.

Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, στα χρόνια του μεγάλου εθνικού διχασμού έπεσαν θύματα διωγμών καθώς «χρεώνονταν» στο «βενιζελικό» στρατόπεδο.

Σε υπόμνημα, που κατέθεσαν στη Βουλή, αντιπρόσωποι των προσφύγων από τη Μικρά Ασία που βρίσκονταν στη Λέσβο, με ημερομηνία 11 Σεπτεμβρίου 1914, διαβάζουμε:

«Δεν αγνοεί η Βουλή των Ελλήνων τα τραγικά γεγονότα εξ αιτίας των οποίων εκατοντάδες χιλιάδων γνησιωτάτων Ελλήνων εξηναγκάσθησαν εις εκπατρισμόν […] Οι εύποροι της προτεραίας τείνουσι σήμερον χέρι επαίτου, εξαιτούμενοι το έλεος της φιλανθρωπίας. Διαδίδεται ότι το προς συντήρησιν των προσφύγων ευτελέστατον σιτηρέσιον θέλει διακοπή προσεχώς».

Και καταλήγει με μια έκκληση -που όπως αποδείχτηκε δεν βρήκε «ευήκοα ώτα»- για να αποτραπούν τα μελλούμενα:

« […] Μη επιτρέψετε τον ακρωτηριασμόν, την ατίμωσιν, τον εξανδραποδισμόν του ελληνικού γένους. Κατ’ ανάγκην εκ της τοιαύτης πολιτικής του ελληνικού κράτους θα επακολουθήσωσι διαιρέσεις και μίση μεταξύ των εθνικών ομάδων, της απεμπολησάσης και της απεμποληθείσης. Μην επιτρέψετε τούτο». (Πηγή: «Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και Μικρασία». Εκδοση των επιτροπών των εν Μυτιλήνη Μικρασιατών Προσφύγων- Αθήνα 1915, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών «Ανέμη»)

Τελικά, όμως, ούτε η έκκληση για να μην εγκαταλειφθούν οι πρόσφυγες έπιασε τόπο…

Ετσι, στην έκθεση του υπουργείου Περιθάλψεως (ό.π.) διαβάζουμε ότι η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε τη σκέψη συστάσεως ειδικής και συστηματικής υπηρεσίας για το προσφυγικό, αλλά δεν μπόρεσε να την πραγματοποιήσει «και από της εποχής της ανόδου των άλλων κυβερνήσεων η περίθαλψις των προσφύγων έπαυσε κατ’ ουσίαν υφισταμένη».

«Η κατάστασις αύτη, καθ’ ην οι πρόσφυγες είχον αφεθή εις την τύχην των υποστάντες τα πάνδεινα, εξηκολούθησε διά το κράτος των Αθηνών μέχρι του Ιουνίου του 1917», σύμφωνα με την ίδια έκθεση.

Προσφυγόπουλο (1915)



Ενδεικτική της αντιμετώπισης των προσφύγων από το κράτος ήταν μια… υπόγεια κίνηση για να εμφανιστούν ως μετανάστες!

Αυτό έγινε με την αποστολή από την Αθήνα και τη διανομή σε πρόσφυγες, που βρίσκονταν σε Χίο και Μυτιλήνη δελτίου απογραφής, στο οποίο χαρακτηρίζονταν μετανάστες…

Η αντίδραση ήταν άμεση!

«Επιτροπές Μικρασιατών Προσφύγων» έστειλαν, με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1915, έγγραφη διαμαρτυρία προς τον γενικό διοικητή των νήσων του Αιγαίου, στην οποία ανέφεραν μεταξύ άλλων «επειδή διά των δελτίων τούτων χαρακτηριζόμεθα ημείς μεν ως μετανάσται και εγκατασταθέντες ενταύθα, αι δε περιουσίαι μας ως εγκαταλειφθείσαι, λυπούμεθα πολύ μη δυνάμενοι να υπογράψωμεν τοιαύτα δελτία». (Πηγή: «Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και Μικρασία», ό.π.).

Τα… χειρότερα ήταν όμως μπροστά. Ο εθνικός διχασμός μετά την πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν βαθύς.

Οι βασιλικές αυθαιρεσίες, οι ακραίες αντιλήψεις ορισμένων κοντινών του ανθρώπων, όπως ο μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς κ.ά., απομόνωσαν την Ελλάδα και οδήγησαν στα δραματικά γεγονότα του Νοέμβρη του 1916, που έμειναν στην Ιστορία ως «Νοεμβριανά».

Στη διάρκεια αυτών των γεγονότων δεκάδες πολίτες κακοποιήθηκαν ή εκτελέστηκαν μόνο και μόνο επειδή θεωρήθηκαν «βενιζελικοί», ανάμεσά τους και πολλοί πρόσφυγες.

«Από τις 19 μέχρι στις 23 Νοεμβρίου ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου «Σωτηρία» Μικρασιάται ιδίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι εις την υπηρεσίαν των Αγγλογάλλων!» (Πηγή: Γ. Βεντήρης «Η Ελλάδα του 1910- 1920», Ιστορική μελέτη, Β’ Τόμος- Εκδόσεις «Πυρσός» 1931, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών «Ανέμη»).
Λάδι στη φωτιά από τα κομματικά μέσα ενημέρωσης

Η κατάσταση των προσφύγων ήταν δραματική. Ομως, η κάθε εφημερίδα αντιμετώπιζε διαφορετικά το θέμα, ανάλογα με την πολιτική (κομματική) τοποθέτησή της.

Ετσι, στην εφημερίδα «Ακρόπολις», στις 23 Αυγούστου 1914, διαβάζουμε μια είδηση, που περιγράφει την κατάσταση και την αγωνία των προσφύγων:

«Πληροφορούμεθα ότι ευρίσκονται ενταύθα πολλοί πρόσφυγες διδάσκαλοι εκ Τουρκίας και Βουλγαρίας, οίτινες ως εκ της καταδιώξεως και των όρων, υπό τους οποίους ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψουν τας εστίας των, τας οικογενείας των, ευρίσκονται σήμερον εις δεινήν θέσιν, άνευ μέσων συντηρήσεως, άνευ ουδεμίας υποστηρίξεως. Η κατάστασίς των έφθασεν εις το απροχώρητον».

Παρακάτω διαβάζουμε ότι συγκεντρώθηκαν 40 από αυτούς και εξέλεξαν τετραμελή επιτροπή «διά να φροντίση αμέσως μεν περί της οικονομικής υποστηρίξεώς των, γενικώς δε περί της θέσεώς των εις το μέλλον».

Στον αντίποδα, σε μια «αντιβενιζελική» εφημερίδα της εποχής, ονόματι «Σκριπ», διαβάζουμε στο φύλλο της 28ης Αυγούστου 1914 περί ύπαρξης κινδύνου επιδημιών στον Πειραιά από την παρουσία τόσων προσφύγων και την 1η Σεπτεμβρίου, σε ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, προχωράει ένα… βήμα παραπέρα, γράφοντας, με κεφαλαία, τονισμένα γράμματα, ότι εν όψει του επερχόμενου χειμώνα οι πρόσφυγες «ΘΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΟΙΚΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ»….

Πάντως, από το ίδιο δημοσίευμα πληροφορούμαστε ότι υπήρχαν 20.000 πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη, που έμεναν σε αντίσκηνα και περίπου 8.000 πρόσφυγες διέμεναν σε σχολικά κτίρια.

Επίσης, 60.000- 70.000 πρόσφυγες βρίσκονταν σε Χίο και Μυτιλήνη.

Η αντίδραση στο πρώτο κύμα προσφύγων από τη Ρωσία
Η χώρα κλείνει τα σύνορα



Με όλα τα μέσα πρόσφυγες κατακλύζουν από τον 19ο αιώνα τη χώρα Με όλα τα μέσα πρόσφυγες κατακλύζουν από τον 19ο αιώνα τη χώρα |

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή, αρχίζει να εμφανίζεται ένα ακόμα μεγάλο «κύμα» προσφύγων από τη Ρωσία.

Αρχικά, κατέφθασαν, μεταξύ του 1920- 22, στην Ελλάδα κάποιοι Ρώσοι ευγενείς και αξιωματούχοι, που «απέδρασαν» από το νεοσύστατο σοβιετικό κράτος και δημιούργησαν μια μικρή παροικία προσωπικοτήτων, την οποία πλαισίωσαν και Ελληνες από τη Ρωσία.

Ομως, το μεγάλο «κύμα» ερχόταν.

Η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Εφημερίς των Βαλκανίων» (φ. της 15ης Δεκεμβρίου 1920) έγραφε ότι στον Μαρμαρά είχαν φτάσει 60 σκάφη «με έναν τεράστιον πληθυσμόν, φοβισμένον, στερούμενον των πάντων πεινώντα δε γυμνητεύοντα».

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στα πλοία επέβαιναν περίπου 130.000 άτομα, από τα οποία οι 53.000 πολίτες και γυναικόπαιδα, 700 τραυματίες και περίπου 70.000 στρατιωτικοί, βαθμοφόροι και οπλίτες.

Ηταν οι μαχητές του τελευταίου τμήματος του τσαρικού στρατού που είχε ηττηθεί από τους μπολσεβίκους.

Αρχικά κατανεμήθηκαν σε 20 οργανωμένα στρατόπεδα, τα περισσότερα στην Τουρκία και από ένα σε Βελιγράδι, Τύνιδα και Λήμνο.
Οι μετακινήσεις

Από τα στρατόπεδα αυτά άρχισε, στις αρχές του 1922, η ροή προς κάθε κατεύθυνση, ιδιαίτερα προς τις θρησκευτικά συγγενείς βαλκανικές χώρες.

Ετσι, έφτασε το αίτημα της χορήγησης αδείας εγκατάστασης στη χώρα από Ρώσους πρόσφυγες που έφτασαν στον Πειραιά με πλοία από την Κωνσταντινούπολη.

Στις 29 Μαΐου 1922 δημοσιεύεται ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Εμπρός» (σελ. 4) για τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο «απησχολήθη επί μακρόν με το ζήτημα των μεταφερομένων εκ Ρωσίας άνευ αδείας της Κυβερνήσεως Ελλήνων Προσφύγων».

Στο υπουργικό συμβούλιο ανακοινώθηκε ότι μία εβδομάδα νωρίτερα είχαν αφιχθεί περίπου 2.000 και πριν από δύο ημέρες περίπου 3.000.

Μάλιστα, έγινε γνωστό ότι «υπάρχουν εν Ρωσσία χιλιάδες Ελλήνων, οι οποίοι ζητούν να εγκατασταθούν εν Ελλάδι».

Ομως, η τότε κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη- Γούναρη αποφασίζει να μη δεχτεί αυτούς τους πρόσφυγες!

«[…] η κυβέρνησις ευρίσκεται εν αδυναμία να επιτρέψει τούτο ως στερούμενη των αναγκαίων χρηματικών μέσων», αναφέρει το ρεπορτάζ προσθέτοντας ότι γι’ αυτό αποφασίστηκε «επί του παρόντος» να αποτραπεί η «περαιτέρω μετανάστευσις αυτών εις την Ελλάδα».
Αντιδράσεις

Την επόμενη μέρα η ίδια εφημερίδα («Εμπρός» φ. της 30/5/1922) έχει πρωτοσέλιδο ένα ιδιαίτερα σκληρό άρθρο, με τίτλο «Σώσατε τους Ελληνες της Ρωσίας», για την παραπάνω κυβερνητική απόφαση, στο οποίο μεταξύ άλλων διαβάζουμε ότι:

Εάν ανταποκρίνεται στην αλήθεια ότι λήφθηκε τέτοια απόφαση «[…] η κυβέρνησις δεν ήτο δυνατόν να καταστή ένοχος απανθρωποτέρας και μάλλον ανάνδρου, κακουργοτέρας και μάλλον ηλιθίας, αντεθνικωτέρας και μάλλον τερατώδους πράξεως παρ’ αυτήν ήτις καταδικάζουσα εις θάνατον δι’ Ελληνικών χειρών δεκάδας και εκατοντάδας χιλιάδας Ελλήνων […]».

Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν κάνει… πίσω. Συντάσσει νομοσχέδιο «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής», το οποίο κατατίθεται στη Βουλή και συζητείται ως «κατεπείγον» στις 9 Ιουνίου 1922 [Πρακτικά Γ’ Εθνικής Συνέλευσης- Τόμος 4. Συνεδρίαση ΡΙΑ’ 9 Ιουνίου 1922 (σελ. 3.029, 3.030)- Βουλή των Ελλήνων].
Οι κάτοικοι

Μάλιστα, προηγείται η κατάθεση αναφοράς κατοίκων κοντά στο Λοιμοκαθαρτήριο, στον Αγιο Γεώργιο Σαλαμίνας, από το βουλευτή Λ. Τσουκαλά.

Οι κάτοικοι ζητούν «όπως ληφθώσι μέτρα προς μεταφοράν των εν τω Λοιμοκαθαρτηρίω συγκεντρωθέντων προσφύγων, διότι εκ των πολλαπλών θανατηφόρων νόσων, αίτινες μαστίζουσι τούτους, κινδυνεύει και η ιδική των υγεία».

Ο βουλευτής «παρακαλεί να ληφθεί υπ’ όψιν η αναφορά αυτή και ληφθώσιν άμεσα και επείγοντα μέτρα προς διακανονισμόν του σοβαρωτάτου τούτου ζητήματος, μεταφερομένων αλλαχού των προσφύγων».

Λίγες μέρες αργότερα, δημοσιεύεται εκτενές πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Εμπρός» (φ. της 17ης Ιουνίου), στο οποίο αναφέρεται ότι υπάρχουν κοντά στο Λοιμοκαθαρτήριο 7 πλοία με περίπου 10.000 Ελληνες, από τους οποίους καθημερινά αρκετοί πεθαίνουν από κακουχίες, εξάντληση και αρρώστιες.

Μετά την κατάθεση της αναφοράς από τον βουλευτή Τσουκαλά παίρνουν τον λόγο και κάνουν τις ίδιες συστάσεις προς τη κυβέρνηση οι βουλευτές Αντ. Μάτεσις, Δ. Σπηλιωτόπουλος και Χ. Μητσόπουλος.

Στα πρακτικά της Βουλής (Συνεδρίαση ΡΙΑ’ 9 Ιουνίου 1922) διαβάζουμε:

«Οι κ. Π. Πρωτοπαπαδάκης, Πρωθυπουργός και Δ. Γούναρης, υπουργός Δικαιοσύνης, απαντώσιν ότι το ζήτημα τούτο απασχολεί ήδη από δέκα και πλέον ημερών την Κυβέρνησιν και μελετάται ο ταχύς διακανονισμός αυτού.

Ο κ. Μ. Γούδας, Υπουργός Εθνικής Οικονομίας παρακαλεί επ’ ευκαιρία να ψηφισθεί κατεπειγόντως το παρ’ αυτού υποβεβλημένον νομοσχέδιον, σχετικόν προς διακανονισμόν του ζητήματος τούτου.

Πρόεδρος: Είναι αναγεγραμμένον εξαιρετικώς εν τη Ημερησία Διατάξει και θέλει ψηφισθεί.

Εισέρχεται η Συνέλευσις εις την Ημερησίαν Διάταξιν του συντακτικού και νομοθετικού αυτής έργου.

Γίνεται δι’ ανατάσεως δεκτόν εις α’ και κατ΄ άρθρον συζήτηση το νομοσχέδιο “περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων, ομαδόν ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής”».

Δύο μέρες, αργότερα, στις 11 Ιουνίου 1922 (Συνεδρίαση ΡΙΓ’ της 11ης Ιουνίου 1922, σελ. 3699) «κλείνει», χωρίς συζήτηση η ψήφιση του νομοσχεδίου, καθώς διαβάζουμε ότι:

«Γίνονται δι’ ανατάσεως δεκτά εις β’ κατ’ άρθρον και σύνολον συζήτησιν τα κάτωθι σχέδια νόμου:

(…) Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομάδων ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής».

Τελικά, ο νόμος 2870 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 20 Ιουλίου 1922 (ΦΕΚ Α’ 119) προβλέποντας αυστηρές ποινές για όσους μεταφέρουν παράνομα στην Ελλάδα διάφορα άτομα.

Και μπορεί η τότε κυβέρνηση να ήθελε να «φρενάρει» τις εισροές Ελλήνων από τη Ρωσία, όμως, κανένας νόμος ή κυβερνητική επιθυμία δεν ήταν ικανή να σταματήσει ή να ανακόψει το τεράστιο προσφυγικό κύμα, αποτέλεσμα της επερχόμενης Μικρασιατικής καταστροφής, που έμελλε να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας του Ελληνισμού.

 Από την »Εφημερίδα των Συντακτών»
Συντάκτης: Σταύρος Μαλαγκονιάρης


Advertisements

Δεν υπάρχουν σχόλια: