Πάνω εκεί στ’
αψηλωτάρι της Νάξου, την Κωμιακή, μακριά ακόμη απ’ τον πολιτισμό της σύγχρονης
εποχής, τη δεκαετία του 1950, χωρίς ηλεκτρικό φως, αυτοκίνητα, τηλεοράσεις και με
ελάχιστα ραδιόφωνα σε 1-2 καφενεία και 3-4 σπίτια προυχόντων του χωριού, οι
χρονιάρες μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς φάνταζαν για μας τα
πιτσιρίκια της εποχής εκείνη απόκοσμες, ξεχωριστές, θεϊκές.
Περιμέναμε να
βγούμε να πούμε τα κάλαντα: «να τα
πούμενε;», φωνάζαμε έξω απ’
τα σπίτια. Κι από μέσα μας απαντούσαν: «πέστε τα»!Κι εμείς τα λέγαμε…ολόκληρα, το
«καληοσπεράκι» την παραμονή των
Χριστουγέννων, τον «Άη Βασίλη» την
παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την «αρχιμενιά
κι αρχιχρονιά», ανήμερα την Πρωτοχρονιά, το «Καλημέρα πάντες ώ αδελφοί» την παραμονή των Φώτων. Καμιά φορά όμως
μας απαντούσαν από μέσα, οι …φιλάργυροι νοικοκύρηδες του χωριού… «τώρα μας τα λέανε»… κι εμείς φεύγαμε
απογοητευμένοι. Κι αν τύχαινε και πέφταμε σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, τότε
το διάφορο ήταν μικρό και το πουγγί έμενε άδειο κι η ελπίδα πήγαινε για την επόμενη
φορά.
Τις μέρες
αυτές τις χρονιάρες, η εκκλησιά του χωριού ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
των χωριανών, μα και των πιτσιρικάδων. Στολισμένη και στρωμένη με κλαδιά από
δάφνες και μυρσινιές, φάνταζε ξημερώματα των Χριστουγέννων και των Φώτων χώρος
θεϊκός στο θαμπό φως των κεριών και των καντηλιών,με τις όμορφες πολύωρες
ακολουθίες της, όταν έπρεπε να σηκωθούμε αξημέρωτα, να τρέξουμε για να ντυθούμε
παπαδάκια και νά ’μαστε και νηστικοί για να κοινωνήσουμε.
Ξεχωριστή μέρα
ήταν η Πρωτοχρονιά, γιατί, οι μεγάλοι της οικογένειας, μας έκαναν την
«καλιστρίνα», που ήταν για μας τότε τα πρώτα μας χρήματα, μαζί με κείνα που μαζεύαμε από τα κάλαντα.
Ξεχώριζε ακόμη, γιατί τα παιδιά είμαστε περιζήτητα,για να κάνουμε ποδαρικό στα
συγγενικά σπίτια, ως αθώες ψυχές, για νά’ ναι γουρλίδικη για το σπίτι και την
οικογένεια η νέα χρονιά. Σαν να ήταν όλα σχεδιασμέναγια μας, φτωχικά, απλά, μα τόσο
όμορφα κι αγγελικά φτιαγμένα μέσα απ’ το παρελθόν. Ζούσαμε σαν σε παραμύθι τα ήθη
και τα έθιμα, τις παραδόσεις, που με ευλάβεια τα τηρούσαν οι μανάδες κι οι
γιαγιάδες μας και που σε πολλά απ’ αυτά τα παιδιά ήταν οι …πρωταγωνιστές.
Στην αποκομμένη
απ’ το σύγχρονο πολιτισμό Κωμιακή, οι προετοιμασίες άρχιζαν από την
παραμονή
της Πρωτοχρονιάς, με το στρώσιμο του τραπεζιού, με τον εσπερινό και τον
εκκλησιασμό των εικόνων, με τα κάλαντα, που βγαίναμε και λέγαμε από βραδίς τα
παιδιά. Είχε προηγηθεί το ζύμωμα του «Σταυρού», από το προηγούμενο Σάββατο,
ενός μεγάλου ψωμιού, που είχε ωοειδές σχήμα, ήταν ζυμωμένο με σιταρένιο αλεύρι
και είχε σε όλη την επιφάνειά του έναν σταυρό, φτιαγμένο από ζύμη. Αυτό ήταν το
ψωμί της Πρωτοχρονιάς.
«Από βραδύς την παραμονή και πρι σημάνει το
σπερνό οι παλαιοί εστρώνανε το τραπέζι, πού’ θεά’ ρθει ο Άη Βασίλης τη νύχτα ια
να φάει. Εβάνανε το Σταυρό όρθιο στη μεριά του τραπεζού πο’ κούμπανε στον τοίχο
κι απ’ τη μια μεριά εβάνανε μια μποτίλια με κρασί κι απ’ την άλλη μια με ρακή.
Αμπρουστά στο Σταυρό εβάνανε φρούτα, σταφίδες, καρύδια, ξερά σύκα, ένα μαχαίρι
κι ένα πηρούνι. Το’φήνανεετσάτο τραπέζι στρωμένο όλη νύχτα και το πρωί, μόλις
εβγαίνανε απ’ την εκκλησά, μαζώνουντανε όλη η φαμελιά ύρω-ύρω απ’ το τραπέζι κι
ο σπιτονοικοκιούρης ήκοβγενε το Σταυρό. Πρώτα το σταύρωνενε, ήκοβγενε τη μερίδα
του σπιθιού, ύστερα τη μερίδα την εδική ντου, τση νοικοκυράς και των αλλωνώ. Σ’
όποιο ήθεα πέσει το νόμισμα πού χενε μέσα, ευτός θα άχενε καλή χρονιά. Αν
ήπεφτενε του σπιθιού ή του σπιτονοικοκιούρη, η οικογένεια θα άχενε καλή χρονιά.
Κι αφού εκόβγανε το Σταυρό εζεσταίνανε ρακομελιά, ετρώανε καρύδια, σύκα και
σταφίδες κι ηύχουντανε την καλή χρονιά».
Μα πριν από
την κοπή της παραδοσιακής εκείνης «βασιλόπιτας», με την απόλυση της εκκλησίας,
οι χωριανοί παίρνανε καθένας την εικόνα που είχε πάει από βραδίς στην εκκλησία
και την έφερναν πίσω στο σπίτι ευλογημένη κι αγιασμένη και, αφού την
προσκυνούσε όλη η οικογένεια, την τοποθετούσαν πάλι στη θέση της εκεί στο
εικονοστάσι του σπιτιού, δίπλα στις άλλες πατρογονικές εικόνες με τη
στεφανοθήκη, το κερί του Πιτάφιο και τ’ αναμμένο πάντα καντήλι στην καντηλοθήκη.
Συχνά περνούσε κι ο παπάς για να κάνει τον αγιασμό, για το καλό του χρόνου.
Τη μέρα της
Πρωτοχρονιάς πρόσεχαν πολύ ποιος θα πρωτομπεί το πρωί στο σπίτι, ποιος θα κάνει
δηλαδή «ποδαρικό» για την καλή
χρονιά. Έπρεπε αυτός νά’ ναι καλός και αγαθός άνθρωπος, ευλογημένος και τέτοιοι
ήταν ο παπάς και τα παιδιά. Κι αν καμιά φορά τύχαινε και έκανε στο σπίτι
ποδαρικό κάποιο πρόσωπο ανεπιθύμητο, κάποιος γρουσούζης, η χρονιάρα μέρα
συννέφιαζε στην ψυχή των ανθρώπων του σπιτιού, απ’ τον φόβο των κακών
μελλούμενων. Κι αν στη διάρκεια του χρόνου παρουσιάζονταν στην οικογένεια
δυσκολίες, δυσάρεστα γεγονότα και προβλήματα, τότε οι υπόνοιες στρέφονταν στον
«γουρσούζη» που τους έκανε ποδαρικό την Πρωτοχρονιά και οι γυναίκες του σπιτιού
τον καταριούνταν: «κακοχράει που μας
ήκανενε ποδαρικό» (κακό χρόνο να έχει εκείνος που μας έκανε ποδαρικό).
Αλλά η μεγάλη
αυτή η μέρα, στα μάτια και την ψυχή των αγαθών χωρικών, που διακατέχονταν από
προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ριζωμένες στα πατροπαράδοτα έθιμα, σηματοδοτούσε
την πορεία όλης της χρονιάς και γι αυτό πρόσεχαν τα βήματά τους και το ποδαρικό
ήταν ισχυρό σημάδι του τι προμήνυε ο καινούριος χρόνος. Γι’ αυτό, εκτός απ’ το
ποδαρικό, προέβαιναν και σε άλλες πράξεις άσχετες με τις θρησκευτικές τελετές,
που τη ρίζα τους την έχουν σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα, της εποχής της
ειδωλολατρίας, που διέσωσε η παράδοση και πολλά ενσωματώθηκαν στη χριστιανικής
λατρεία.
Έτσι με το
ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς ο σπιτονοικοκύρης έβγαινε έξω στην αυλή, έπαιρνε μια
μεγάλη πέτρα και την έρριχνε στη μέση του σπιτιού λέγοντας την ευχή «ως βαρεί η πέτρα να βαρούν και τα καλά που
θα μπαινοβγαίνουνε μέσα στο σπίτι».
Προφητική όμως
ικανότητα είχαν και τα φύλλα της ελιάς, που είχαν την τιμητική τους την
Πρωτοχρονιά. Ο νοικοκύρης φρόντιζε να βάλει ένα κλαδί ελιάς ή κορωνιάςστο επάνω
μέρος της πόρτας του σπιτιού, για να’ ναι αυτό ευλογημένο κι έμενε εκεί όλο τον
χρόνο. Κλαδί ελιάς,μπηγμένο σ’ ένα πορτοκάλι, που ήταν καρφωμένο στο καλάμι που
κρατούσαν οι πιτσιρικάδες όταν έβγαιναν να πουν τα κάλαντα ανήμερα την
Πρωτοχρονιά.
Αλλά και με τα
φύλλα της ελιάς προσπαθούσαν να μαντέψουν το μέλλον τους το βράδυ της
Πρωτοχρονιάς, όταν μαζευόταν η οικογένεια γύρω από το αναμμένο τζάκι του
σπιτιού. «Από βραδίς την παραμονή
επαίρνανε λιόφυλλα, εσαλιάζασίντα ένα-ένα και τα ρίχνανε απάνω στ’ αναμμένα
κάρβουνα στη φωθιά» και λέγανε διάφορες ευχές, παρατηρώντας τον τρόπο που
αυτά καίγονταν. Αν χοροπηδούσαν πάνω στα κάρβουνα, θα έπιανε η ευχή, αν πάλι
καίγονταν χωρίς να αντιδρούν, η ευχή δεν θα έπιανε.και καθένας ΄έλεγε τη δική
του ευχή όπως: «Ανί υρίσει και
ντριμπηδήσει θα παντρευτεί η Μαρία μας
εφέτι» και περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους στη ζεστασιά της παραστιάς,
την κρύα
συνήθως βραδιά της παραμονής και «επερνούσανε
ετσά τη βραδινιά ντωνε, ώσπου να πάνε να πέσουνε».
Η γιαγιά μου η
Μαρία Κορρέ, αγράμματη κι αταξίδευτη γυναίκα, μονολογούσε συχνά και μου έλεγε «μα εώ δεν ηξέρω ελληνικά, μόνου χωριάτικα
μιλώ» και μου τραγουδούσεμε φωνή μελωδική
πρωτοχρονιάτικα κάλλαντα, που εκείνη πάλι είχε ακούσει απ’ τη δικιά της «λαλά»,
που τα έλεγαν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και τα κάλλαντα που έλεγαν ανήμερα
την Πρωτοχρονιαά, που μου τά ‘μαθε και
τά’ λεγα ο πάππος μου Νικόλας Κ. Κορρές, ο νερομυλωνάς, οβρακάς.
Συχνά τις
νύχτες ταξιδεύουμε στα όνειρά μας σε κείνα τα χρόνια στο χωριό μιας άλλης
εποχής, ενός λαϊκού πολιτισμού που ομόρφαινε τη φτώχια μας, την ανέχεια, τις
στερήσεις, μα ζέσταινε τις παιδικές μας ψυχές, με την απλότητά της, με τη
μαγεία των εθίμων, με τις αφηγήσεις των μεγάλων, για άλλες παλιότερες ακόμη πιο
δύσκολες εποχές και νοερά ανεβοκατεβαίνομε πάλι τα σοκάκια του χωριού….
Φωτογραφίες από το Γιώργο Κρητικά και το Γιώργο Χωριανόπουλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου