«Κυρίες και
κύριοι συνάδελφοι, θα επιχειρήσω με συντομία να σας αναπτύξω κάποια πράγματα
που λεπτομερειακά ανέφερα στην αρμόδια επιτροπή για τη συνταγματική αναθεώρηση
και ταυτόχρονα να σας πω ότι ο στόχος των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ είναι η κατά
το δυνατόν θεραπεία και βελτίωση προβλημάτων των αντιπροσωπευτικών θεσμών, που
η κρίση τα ανέδειξε περισσότερο.....
Πώς
εκδηλώνονται αυτά τα προβλήματα; Πρώτον, με την υποβάθμιση του κοινοβουλευτικού
συστήματος υπέρ της ενισχύσεως της εκτελεστικής εξουσίας. Δεύτερον, με την
ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία λόγω της ποικιλίας και της
πολυπλοκότητας των κυβερνητικών προβλημάτων, δηλαδή προβλημάτων διακυβέρνησης,
και την ιδιαιτερότητά τους σε πολλούς τομείς με φοβερές απαιτήσεις μεταλλάσσει
όψη, μεταβάλλεται δηλαδή σε μία κάστα ειδικών, δηλαδή εχόντων γνώση σε τεχνικά
ζητήματα. Αυτό που λέμε τεχνοκράτες. Τούτο βεβαίως λειτουργεί εις βάρος του
πολιτικού στοιχείου της διακυβέρνησης, δηλαδή της πολιτικής, αφού τα προβλήματα
πλέον θεωρούνται τεχνικά, άλλως τεχνοκρατικά. Άρα, η διαχείρισή τους απαιτεί
ειδικούς και όχι πολιτικούς και συνεπώς οι όποιες λύσεις θα είναι
τεχνοκρατικές. Ο τεχνοκράτης έναντι του πολιτικού, αφού τα προβλήματα όπως
είπαμε είναι τεχνοκρατικά. Ήταν μια ωραία μηχανή αυτή, που εκμηδένιζε την
πολιτική πτυχή κάθε ζητήματος και δεν επέτρεπε διαφορετικές αντιλήψεις, αφού η
όποια διευθέτηση ήταν πάντοτε εντός συστήματος, εκτός πολιτικής, ως λογιστική,
οικονομική κ.λ.π. Τρίτον, με τον παραγκωνισμό της κοινωνίας των πολιτών, αφού
πλέον αυτή θα λειτουργούσε σύμφωνα με τη θεωρία της ανάθεσης, υπό την κηδεμονία
αυτών που θα μπορούσαν να την ποδηγετήσουν και οι οποίοι είχαν προηγουμένως
φροντίσει να απαξιώσουν την πολιτική και τους πολιτικούς.
Κύριο
στοιχείο της θεωρίας ανάθεσης είναι η αποχή από τα κοινά. Έτσι τα κοινά και η
διαχείρισή τους είναι ζήτημα των ειδικών με την ψευδαίσθηση ότι όποτε θέλουμε
τους αλλάζουμε και η αποφυγή των ευθυνών, αφού δε φταίμε εμείς, αλλά οι
αντιπρόσωποι μας. Αυτό το τελευταίο, δηλαδή η μη ανάληψη ευθυνών για αποφάσεις,
απονευρώνει μία κοινωνία, την αδρανοποιεί και την καθιστά έρμαιο δυνάμεων, που
ως κυρίαρχο γνώρισμα τους έχουν ένα εξτρεμιστικό ανορθολογισμό, που οδηγεί στην
αποδόμηση των πάντων.
Δεν γνωρίζω
αν περιέγραψα κάτι, που αν δεν προσέξουμε μπορεί να συμβεί αύριο. Εκτιμώ
λοιπόν, ότι η συζήτηση για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη Βουλή, την
Κυβέρνηση, τα δημοψηφίσματα, τη λαϊκή πρωτοβουλία μπορεί να εξελιχθεί άνετα
μέσα σε αυτό το πλαίσιο.
Αναφέρομαι
συνοπτικά σε κάποιες από τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Έρχομαι στο άρθρο 54 παρ.1
και την ερμηνευτική δήλωση που αφορά το αναλογικό σύστημα. Στόχος είναι η
αντιπροσωπευτικότητα, που δομεί ευρύτατες συνεργασίες, καλλιεργεί κλίμα
σταθερότητας που είναι απαραίτητο για κάθε χώρα και την ισοτιμία της ψήφου. Η
ερμηνευτική δήλωση είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, ώστε να εξασφαλίζονται τα όρια
της αναλογικότητας, χωρίς να δημιουργούνται συνθήκες ακαμψίας.
Άρθρο 54
παρ.4: ψήφος των εκτός Επικρατείας Ελλήνων. Θεσπίσθηκε και διευρύνεται μία
συνταγματική δυνατότητα, η οποία παρέχεται στον κοινό νομοθέτη για να
διευθετήσει με άνεση το συγκεκριμένο ζήτημα.
Άρθρο 56
παρ.5: περιορισμός της θητείας των Βουλευτών. Εκτιμώ ότι είναι θετικό βήμα που
πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα. Προϋποθέτει πάντως αλλαγή νοοτροπίας, που
δεν λύνεται νομοθετικά. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός ο ίδιος μπορεί να αποτρέψει
την επαγγελματοποίηση της πολιτικής.
Το άρθρο 59
παρ. 2 αφορά το πολιτικό έργο και τους Βουλευτές. Έχει γίνει πολλή συζήτηση,
δεν χρειάζεται να αναφέρω περισσότερα. Αν το δούμε ακόμη και από εκκλησιαστική
άποψη, δεν πρέπει να έχει αυτή τη χρήση ο θρησκευτικός όρκος.
Τα άρθρα 62
και 86 αφορούν ζητήματα που σχετίζονται με την ισονομία των Βουλευτών και
γενικότερα των Υπουργών και των πολιτειακών παραγόντων. Δεν επιθυμώ να αναφερθώ
παρά μόνο σε ένα θέμα, γιατί έχει αναλυθεί πλήρως. Θεωρώ ότι η πρόταση που
γίνεται είναι ισορροπημένη. Και ποια είναι τα δύο πράγματα που πρέπει να
ισορροπήσει; Το ένα είναι η απαίτηση των πολιτών για την ισονομία, τη διαφάνεια
και την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ πολιτικών και πολιτών. Και το άλλο,
να αποτρέψει την εύκολη στοχοποίηση -είναι ένας κίνδυνος, ένας πειρασμός- των
ανθρώπων, οι οποίοι διαχειρίζονται την εξουσία και οι περισσότεροι έχουν σταλεί
από το λαό εκεί. Αυτή την ισορροπία επιτελεί η ρύθμιση, την οποία εμείς καταθέσαμε.
Επίσης, να πω
ότι το άρθρο 73 παρ. 1 είναι κομβικό άρθρο. Αφορά τη νομοθετική πρωτοβουλία.
Υπάρχει στο εξωτερικό. Έχουν συμφωνήσει και από την Αντιπολίτευση πολλοί.
Νομίζω ότι υπάρχει και στο ΚΚΕ μια τέτοια πρόταση.
Τώρα στα δύο
λεπτά που μου απομένουν, θα επιχειρούσα μία κριτική τοποθέτηση επί των
προτάσεων της Αντιπολίτευσης και κυρίως της Νέας Δημοκρατίας. Θα το κάνω, αν το
προλάβω. Θα είναι επιγραμματική. Ωστόσο επιτρέψτε μου, μια και εισηγήθηκα κι
εγώ μία τροποποίηση και βελτίωση του
άρθρου 101 παράγραφος 4, περί της νησιωτικότητας, να πω ότι φάνηκε από
αυτήν την κρίση ότι η λήψη μέτρων, διοικητικών κυρίως, χωρίς διάκριση, χωρίς να
αντιλαμβανόμαστε τι είναι νησιωτική ή ορεινή περιοχή και ότι ο πυρήνας της
διοίκησης και ο σχεδιασμός της πρέπει να αλλάξει -καθώς δεν είναι μόνο οι
αποφάσεις για κανονιστικά μέτρα-, είναι αυτό που μου επέβαλε αυτήν τη σκέψη.
Εξάλλου, και δύο αναθεωρητικές Βουλές έχουν ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα και
υπάρχει μία αναγκαιότητα για την τακτοποίησή του. Δεν είναι το ίδιο η κατάργηση
μιας υπηρεσίας στα νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν ζουν οι δημόσιοι
υπάλληλοι το ίδιο εκεί.
Κατά τα
λοιπά, αναφέρομαι στην πρότασή μας, που έχει κατατεθεί για την τροποποίηση του
101 παράγραφος 4 και της προσθήκης της ερμηνευτικής δήλωσης στα πρακτικά της
επιτροπής και στην εισηγητική έκθεση. Η
ανάγκη προσαρμογής του διοικητικού μοντέλου στο ιδιαίτερο περιβάλλον των
νησιωτικών και ορεινών περιοχών είναι μία τακτοποίηση που δεν παραβιάζει την
ισότητα των πολιτών, καθόσον επιβάλλεται από την ίδια τη γεωγραφία.
Απευθύνω,
λοιπόν, έκκληση σε όλους σας να την ψηφίσετε και να την υποστηρίξετε και να
ανοίξει κι αυτό το κεφάλαιο στη συζήτηση την οποία κάνουμε για την συνταγματική
αναθεώρηση. Δεν είναι υπερβολή -πιστέψτε με- ούτε είναι κάτι περιττό.
Νομίζω ότι επιβάλλεται να υπάρξει μία νησιωτική πολιτική και μία πολιτική για
τις ορεινές περιοχές, γιατί η διοίκηση απονευρώνεται, δεν λειτουργεί σωστά, δεν
λαμβάνονται πολλά πράγματα υπόψιν.
Στο ένα λεπτό
που έχω, θα ήθελα να πω δυο λόγια -γιατί αυτό είναι το σωστό και πρέπει να
ειπωθούν- για τις προτάσεις οι οποίες κατατέθηκαν από την Αντιπολίτευση. Θα
είμαι επιγραμματικός. Πού εγώ είμαι επιφυλακτικός και δεν τις συμμερίζομαι.
Υπάρχουν
κάποιες πολύτιμες αρχές που πρέπει να τις τηρούμε και παραβιάζονται. Το πρώτο
είναι η διαφύλαξη της αυτορρύθμισης της νομοθετικής αρμοδιότητας του κράτους,
της Βουλής δηλαδή, αφήνοντάς την στον Κανονισμό, χωρίς άλλο. Αυτό δεν πρέπει να
παραβιάζεται. Υπάρχουν νύξεις στην πρόταση.
Δεύτερον, η
μη σύγκρουση νομοθετικής με δικαστική αρμοδιότητα με οποιαδήποτε μορφή. Μετά
την ψήφιση του νόμου, αυτός ορθά ελέγχεται από τα δικαστήρια. Πολύ ορθά. Μετά.
Πριν, έστω και με προληπτικό έλεγχο, θεωρώ ότι θα δημιουργήσει πρόβλημα.
Τρίτον, ο
Προϋπολογισμός, αν και κατεξοχήν τυπικός νόμος που δεν περιέχει κανόνες
δικαίου, ωστόσο αποτελεί τον ουσιωδέστερο νόμο στον οποίο αποτυπώνεται η
εκάστοτε βούληση. Θεωρώ, λοιπόν, ότι επειδή είναι πολιτικό κείμενο, δεν πρέπει
να δεσμεύεται από τους διάφορους κανόνες οι οποίοι μπορούν να επιβληθούν ως
σκέψεις, γιατί εκτός των άλλων περιορίζεται η δυνατότητα πολιτικής από τις
κυβερνήσεις και επίσης αποτελεί υιοθέτηση συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής που,
αφού δεν την ενστερνίζονται όλοι, δεν μπορεί να τυποποιηθεί γενόμενη διάταξη
νόμου με υπερνομοθετική ισχύ, όπως είναι το Σύνταγμα.
Αυτά όλα σε
συνδυασμό με το ότι θεωρώ ότι το άνοιγμα πολλαπλών κεφαλαίων σε συνδυασμό με
τέτοιου είδους αρχές, όπως αυτή που προανέφερα, οδηγεί σε μία συνταγματοποίηση -ίσως
είναι αδόκιμος και ατυχής ο όρος- της πολιτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε
αντίθετα αποτελέσματα. Το Σύνταγμα είναι
αυτό που αφήνει τα περιθώρια στην πολιτική. Δεν την υπαγορεύει.
Ευχαριστώ
πολύ, κύριε Πρόεδρε.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου