Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

ιδιωματικές λέξεις της Κωμιακής Νάξου ( Κ 2 ) / Βασίλης Γ. Αλιμπέρτης

Βασίλης Γ. Αλιμπέρτης κατέγραψε και δημοσιεύει λέξεις και εκφράσεις από τη Κωμιακή της Νάξου μέσα από τα προσωπικά του βιώματακαρατάρω: υπολογίζω (ιταλ. caratar). Πόσο το καρατάρεις το τσουβάλι με τσι πατάτες;
κάργα: Ποσοτικό επίρρημα = πολύ (ενετ. Carga =γεμάτο). Κάργα είναι δε χωρέι άλλο.
καργάρω: γεμίζω πολύ. Μην το καργάρεις άλλο ιατί θα σπάσει.
καρδαμίδες οι: είδος χόρτου.
καριστεύω: στεργιώνω. Δε καριστεύει σε καμιά δουλειά.....

καρκούνι, το: δοχείο από φλασκί που μετρούν οι βοσκοί το γάλα.
καρουλίζω: ανοίγω διάπλατα τα μάτια. Εΰρισε πως καρουλίζει τα μάθια ντου.
καρτσούνια τα: χοντρά πανιά που τύλιγαν με αυτά οι άντρες τα πόδια τους μέχρι το γόνατο όταν έσκαβαν το χωράφι.
κασέλα η: είδος μπαούλου όπου έβαζαν τα ρούχα. Βάλε το χράμι στη κασέλα.
κασκαρίκα η: το πάθημα, η φάρσα (Τουρκ.kaskariko). Τούκαμα μια κασκαρίκα.

κασσίδης ο: Ερπετό σταχτί μοιάζει με μεγάλη σαύρα. Εΰρισε σα τον κασσίδη κουνεί τη κεφαλή ντου.
καστεάρω: μαλώνω με κάποιον. Μπήκανε οι ζούλες μου μες στο χωράφι ντου και με καστέαρενε.
καταής: τοπικό επίρρημα=στο έδαφος (κάτω+γη).
κατάκορφα: στην κορυφή. Εεικείνο το ρίφι εδιάηνε κατάκορφα.
καταταϊά η: η ησυχία. Δεν έχει καταταϊά όλη μέρα.
κατακούτελα: στο μέτωπο.
καταχάρι το: δυνατή βροχή. Ήριξενε πάλι ένα καταχάρι.
κατέλυμα, το: κατάλυμα. Που ήσουν; Στο Ψαρρό (Γ)κατέλυμα.
κατσού(λ)α η: (λατιν.catta=γάτα).
κατούμισμα το: το αδυνάτισμα. Εκατούμισενε εειφτός και δε μ’αρέσει η δουλειά ντου.
κατσάγριλας ο: βέργα με ρόζους από αγριελιά.
κατσαμπούνιας ο: ο αδύναμος. Μα εϋφτός ο κατσαμπούνιας σούκαμενε το καμπόσο;
κατσασμένος ο: αυτός που είναι σε κακή κατάσταση. Το ρίφι τόβρικα κατσασμένο.
κατσίβελα τα: τα διάφορα πράγματα
κατσιφόρα η: καταχνιά ομίχλη.
κατσουάφτω: ανάβω λίγο. Βάλε γριά λάδι στο λύχνο ιατί τονε θωρώ και κατσουάφτει
κατσούλι το: το γατάκι. Εένησενε η κατσούα και ήκαμενε πέντε κατσούλια.
κατώϊ το: υπόγειο

κατώφλιο το: το κάτο σκαλοπάτι της πόρτας
καύγω: καίω. Άστο λίο να κρυώσει ιατί κάυγει.
καύκαλο το: το κρανίο
καψώνω: ζεσταίνομαι πολύ (από το κάψα). Άνοιξε το παραθύρι ιατί εκάψωσα.
κειτάζω: κοιμάμαι (αρχ.κείμαι). Βάλε τσι όρνιθες να κειτάξουνε.
κεντώ: α) Έχω πολύ πυρετό. Τούβαλα το θερμόμετρο και κεντά, και β) κάνω το ζώο να πηγαίνει πιο γρήγορα. Κέντα το γάδαρο ιατί νυχτωθήκαμενε.
κενώνω: σερβίρω. Κένωσε δα ιατί αντόλιασα (πείνασα πολύ).
κερώνω: παγώνω από φόβο. Εκέρωσενε ο καμένος από το φόβο ντου.
κετσές ο: μαλλιά ζώων μπλεγμένα (τουρκ.kece). Πρώτη ύλη στην κατασκευή εσωτερικά του σαμαριού.
κεφαλοποδιά, η: το κεφάλι και τα πόδια σφαγμένου ζώου (ο πατσάς).
κήπερη η: άγριο χόρτο που φυτρώνει σε σπαρτά.
κίνησε (η βροχή): Κάνε ερά ερά ιατί είναι έτοιμη να κινήσει.
κιντυνεύγω: κοιμάμαι (η λέξη αυτή χρησιμοποιείται μόνο σε έκφραση αγανάκτησης). Ήδωκεν ο ήλιος και ακόμα κιντυνεύγεις;
κιουρά, η: κυρά. Τσι κιουράς το λιμνάρι= ο όρμος της Αγιάς (δηλ. της κιουράς = της Παναγίας το λιμανάκι).
κλαβανή η: πατάρι με εσωτερική σκάλα (σλαβ.klavanije).
κλινάφτης, ο: ζώο με μεγάλα αυτιά πού γέρνουν π.χ.ο γάδαρος. «Δώστε του να πάει νάρθει το αδάρου του κλινάφτη».
κλουθώ ή ακλουθώ: ακολουθώ. Ακλούθα δα και βούβα (σκάσε).
κλύφι το: η μαξιλαροθήκη (αρχ. κελύφιον)
κλωβός ο: μάζα, συμπαγής. Ανύψιστο ήμεινενε το ψωμί και εϋνικενε κλωβός.
κλώθω: καθυστερώ (αρχ.κλώθω). Κάνε ερά-ερά και μη κλώθεις.
κλωτσοβολώ: ρίχνω κλωτσιές απανωτές.


Βασίλης Γ. Αλιμπέρτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: