Δρ. Σταύρος Χαρ. Σπηλιάκο
Πρακτικά του 17ου Παγκόσμιου Συνεδρίου για την Έρευνα στο Χορό, (Δ.Ο.Λ.Τ.) 2003, σελ.
321-332. Αναδημοσιεύτηκε αναθεωρημένο και συμπληρωμένο στα Πρακτικά του Ε’ Πανελλή-
νιου Επιστημονικού Συνεδρίου «Η ΝΑΞΟΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ»
(Απεράθου Νάξου 31/8 – 2/9/2013 – σελ. 579-598)
Η Κινητικότητα του Χορευτικού Δημοτικού Τραγουδιού Δρ. Σταύρος Χαρ. Σπηλιάκος Πανεπιστημιακός
Ένα από τα προβλήματα που απαντά ο σημερινός χρήστης, κι όχι πλέον μύστης, της
παραδοσιακής μας μουσικής και κυρίως αυτής που οδηγεί σε χορευτική πράξη, είναι
αυτό της αναγνώρισης της ταυτότητας, της γνησιότητας, της ....
μη, κάποιου τραγουδιού και της σωστής ή όχι χρήσης των σχετικών με συγκεκριμένες
πολιτιστικές περιοχές μουσικών οργάνων.
Για μεν τους ερευνητές το πρόβλημα αυτό είναι σχετικά αμβλυμμένο, (πάντοτε βέβαια παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα), για δε τους χρήστες (νεότερους μουσικούς
αλλά και επιμελητές χορευτικών ομάδων) παραμένει ως πρόβλημα.
Οι δεύτεροι από τους παραπάνω χρησιμοποιούν υλικό από δισκογραφικές παραγωγές είτε δισκογραφικών εταιρειών είτε (τα τελευταία χρόνια) ανεξάρτητων παραγωγών, συλλόγων, χωριών ή άλλων τοπικών φορέων ή “κοινωφελών μουσικών εταιρειών” κ.λπ. Το πρόβλημα λοιπόν γι’ αυτούς είναι υπαρκτό, μεγάλο και καθοριστικό για
την αλήθεια που απορρέει απ’ αυτές τις παραγωγές σε σχέση με το πρωτογενές υλικό
λαϊκής δημιουργίας. Έτσι οι νέοι μουσικοί, αλλά και οι δάσκαλοι1 του παραδοσιακού
χορού καλούνται να διαχειριστούν μια μουσική που είναι προβληματική ως προς τους
πιο κάτω όρους:
Η χορευτική «παραδοσιακή» μουσική που διαχειρίζονται:
είναι παραδοσιακή;
είναι γνήσια;
είναι αυθεντική (τι να σημαίνει άραγε ο όρος αυτός και ποιος ο λόγος που χρησι-
μοποιείται;)
είναι νεότερη;
είναι νεωτεριστικής εκτέλεσης;
έχει πιστότητα;
είναι διασκευασμένη;
είναι αλλαγμένη;
είναι μετασχηματισμένη;
είναι επιπεδοποιημένη;
είναι “εμπορευματοποιημένη”;
είναι κιτς;
είναι άλλης αντί άλλης περιοχής;
είναι μουσική – τραγούδι που απαντάται και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού ή όχι
πολιτιστικού χώρου;
3
Ηπειρώτης λαουτιέρης παίζει αιγαιοπελαγίτικους σκοπούς και το αντίθετο.
Πατινιός τσαμπουνιέρης συμμετέχει σε κομπανία εκτέλεσης τραγουδιών της
Νάξου (βλ. ή άκου τον LP δίσκο “Ανέφαλα και θαλασσινά” με την Ειρήνη Κονι-
τοπούλου – Λεγάκη).
3) Τραγούδια μωραΐτικα τραγουδιούνται από Θρακιώτη τραγουδιστή και το αντί-
στροφο.
4) Τραγούδια Κυκλαδίτικου νησιού τραγουδιούνται από Μωραΐτη (Αρβανίτη) τρα-
γουδιστή και μάλιστα μη σε μη εμπορική έκδοση, αλλά Συλλογικού Φορέα.
5) Τραγούδια που είχαν σαν προϊόντα δισκογραφικής δουλειάς, και εμπορική επιτυχί-
α, “πολιτογραφούνται” σαν τραγούδια άλλης περιοχής. Παράδειγμα αποτελεί το
γνωστό στους πανέλληνες τραγούδι “Παιδιά της Σαμαρίνας” σαν ηπειρώτικο στα
τρία αν και η Σαμαρίνα γεωγραφικά και πολιτισμικά εντάσσεται στη Δυτ. Μακεδο-
νία (Σαμαριναίοι = Βλάχοι, “παιδιά” = αγόρια, μουσικά όργανα = κομπανία χάλκι-
νων, στίχοι τραγουδιού = ανύπαρκτοι, κ.λπ.).
6) Τραγούδια επώνυμων συνθετών που απετέλεσαν υλικό στο τραγουδιστικό χορευ-
τικό ρεπερτόριο κάποιας περιοχής (βλ. – άκου το τραγούδι του συρτού “Ικαριά” του
Γιώργου M. Κονιτόπουλου) όχι μόνο χορεύεται, ακόμα και στη Νάξο, σαν χορός της
Ικαρίας, αλλά έχει αντικαταστήσει όλες τις μελωδίες που απαντώνται στην Ικαρία
και με τις οποίες χορεύουν το Συρτό τους χορό οι Ικαριώτες και έτσι στο πανελλή-
νιο αποτελεί την χορευτική μελωδία που χρησιμοποιούν οι χορευτικές ομάδες για
να χορέψουν τον χορό αυτό. Καθολικά μέχρι πρότινος.
7) Μελωδίες που σαν λαϊκά δημιουργήματα εξέφραζαν την ελπίδα για ζωή επαγγελ-
ματικής ομάδας που είχε υποστεί τις συνέπειες του επαγγέλματός της (μηχανικοί
της Καλύμνου), άλλαξαν, αντικαταστάθηκαν και αφού προστέθηκαν περιγραφικοί
στίχοι, απετέλεσαν στη συνέχεια και τραγελαφικό χορό που διαδόθηκε και αποτε-
λεί πλέον μέρος του χορευτικού ρεπερτορίου των χορευτικών ομάδων, που “εκτε-
λούν” νησιώτικους χορούς.
8) Τραγούδια μιας ολόκληρης περιοχής προσδιορίζονται στον ενικό αριθμό (π.χ. “Τσα-
κώνικος”), ενώ, αφενός μεν η ονομασία αυτή είναι άγνωστη στους ντόπιους, αφε-
τέρου κάθε χωριό της Τσακωνιάς χορεύει διαφορετικό χορό, με διαφορετική μελω-
δία και στίχους στο τοπικό τσακώνικο γλωσσικό ιδίωμα.
9) Τραγούδια που στην εκτέλεσή τους δεν χρησιμοποιείται η ίδια η γλώσσα της ομά-
δας που τα τραγουδάει και τα χορεύει. (βλ. βλάχικα, αρβανίτικα κ.λπ.).
10)Τραγούδια που προσδιορίζουν και οδηγούν σ’ ένα συγκεκριμένο χορό, συγκεκριμέ-
νης περιοχής (βλ. “Βλάχα” της Νάξου. Ποια από τις μελωδίες, με ποιους στίχους,
ποιου χωριού, ποιας ρυθμικής αγωγής, που οδηγεί σε ποιο κινησιολόγιο;), και “γυ-
ρίζουν” σε άλλο σκοπό “τσαμπούνα” (βλ. – άκου CD “Βιολί” Vol 5 της σειράς The
Greek Folk Instruments, αρ. κομ. 15. Μια από της μελωδίες της Βλάχας κατέγραψε
στη Νάξο κι ο Σίμ. Καράς, την οποία εκτέλεσε στην δισκογραφική του καταγραφή
με μη ναξιώτες οργανοπαίχτες, σε ρυθμική αγωγή ταχύτητας που δεν μπορεί να χο-
ρευτεί και το σπουδαιότερο, καταγράφει αυτό τον χορό ως “Μπαλλαριστό”. Στη
συνέχεια δε αναπαράγεται σε δισκογραφική δουλειά Συλλογικού Φορέα Νέων δι-
πλανού της Νάξου νησιού.
11)Τραγούδια που σε ένα γλέντι διαρκούν από 10 και 20 λεπτά, αλλά και μια ώρα (π.χ.
Μπάλλος) και επί πλέον αποτελούν σύνθεση μελωδιών και βέρσων κατά παραγγε-
λία του άνδρα χορευτή, στη δισκογραφία διαρκούν 3’ - 3’15’’, έχουν τίτλο (π.χ. “Στη
θάλασσα θα πέσω”) και περιλαμβάνουν μια και μόνο μελωδία.
4
12)Τραγούδια με στίχους εκτελούνται σαν οργανικοί σκοποί αφαιρώντας έτσι πολλά
από τα συστατικά του στοιχεία.
13)Τραγούδια (π.χ. της Δυτ. Μακεδονίας) που δεν καταγράφεται στην δισκογραφία ο
στίχος, αγνοείται επομένως το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα, τα οποία δίνουν έτσι την
εντύπωση ότι αφορούν σε Έλληνες με φωνητικά προβλήματα. Γνωστοί οι πολιτικοί
λόγοι που οδήγησαν σ’ αυτές τις καταγραφές, αλλά υπάρχει και η επιστημονική έ-
ρευνα που γνωρίζει να υπηρετεί μόνον την αλήθεια και μάλιστα από το ιδρυμένο
Πανεπιστημιακό Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Θεσσαλονίκης.
Τα παραπάνω αποτελούν ελάχιστες περιπτώσεις από το σύνολο όσων έχουν συμβεί
και συμβαίνουν, πολλές εκ των οποίων παραμένουν ακόμα άγνωστες.
Είναι πολύ εύκολο και κατανοητό, ως ένα βαθμό, να κατατεθούν πολλοί και διάφο-
ροι λόγοι που να δικαιολογούν αυτή τη διαμορφωμένη κατάσταση.
Παρ’ όλα αυτά, η πραγματικότητα που τεκμηριώνει την αλήθεια είναι μια. Η πλειο-
νότητα των μουσικών καταγραφών που έχουν γίνει στα studios πόρρω απέχουν από
την πραγματικότητα. Κατά πρώτον μια σύγκριση του μουσικού υλικού που διακινείται
εμπορικά ή όχι με αυτό που είναι κατατεθειμένο στο Αρχείο παραδοσιακής μουσικής
του Λαογραφικού Κέντρου της Ακαδημίας Αθηνών αφενός και σε διάφορες σημαντικές
συλλογές ιδρυμάτων και συλλόγων αφετέρου είναι αρκετή για να το αποδείξει.
Το επιχείρημα ορισμένων, περί των αλλαγών και της εξέλιξης ή του στιγμιαίου της
μουσικής και της χορευτικής δράσης, δεν αναιρεί την πραγματικότητα, έτσι όπως κα-
ταγράφεται ιστορικά, αλλά και όπως εμφανίζεται και διαχειρίζεται σήμερα.
Είναι γεγονός, πως υπήρξαν πολλές στιγμές στην ιστορία αυτού του καταγραμμέ-
νου σε βινύλιο υλικού, το οποίο σαν αποτέλεσμα είχε σωστή αποτύπωση ή σ’ άλλες πε-
ριπτώσεις, τουλάχιστον τη σύγχυση, αν όχι το πολιτιστικό αλαλούμ. Αναφέρω παρα-
δειγματικά και μόνο:
1. Τις ηχογραφήσεις του Σ. Καρά τις δεκαετίες 1950 και ’60 στο τότε Εθνικό Ίδρυμα
Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.), τις οποίες συνέχισε και μέχρι το 1980, με τακίμια και κομπανί-
ες που μετακαλούσε από διάφορες περιοχές για να εκτελέσουν τραγούδια ευρύτε-
ρων περιοχών. Την επίσης καταγραφική του δουλειά που αποτυπώθηκε είτε στη
γνωστή σειρά των LP δίσκων του “Συλλόγου προς διάδοσιν της Εθνικής μουσικής”.
Παράλληλα όμως, πολλές απ’ αυτές τις εκπομπές παρουσιάστηκαν ως χορωδιακές
εκτελέσεις, μακριά από τον πραγματικό ήχο, στη ραδιοφωνική εκπομπή του Ε.Ι.Ρ.
“Ελληνικοί Αντίλαλοι”.
2. Τις ηχογραφήσεις του Μουσικολαογραφικού Αρχείου της Μέλπως Μερλιέ που δι-
ευθύνει ο Μάρκος Δραγούμης.
3. Τις ηχογραφήσεις των κατά τόπους ραδιοφωνικών σταθμών του Ε.Ι.Ρ. (Ρόδου, Κο-
μοτηνής κ.λπ.).
4. Τη σειρά των δίσκων 78ο που ηχογραφήθηκαν κυρίως στην Αμερική στα τέλη του
1920 και την δεκαετία του 1930, όπου άρχισε και συνεχίστηκε στην Ελλάδα η γνω-
στή περιπέτεια των «αδέσποτων» τραγουδιών (πολύ σημαντική για τη συνέχεια).2
5. Τη δισκογραφική δουλειά που έκανε το Σωματείο Ελληνικών χορών Δ. Στράτου,
που απέδωσε 36 δίσκους LP.
6. Τις δισκογραφικές δουλειές του Λυκείου Ελληνίδων σε συνεργασία και καταγραφή
των κατά τόπους παραρτημάτων του.
2 Βλ. Δ. Μαζαράκη, Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα, Γαλλ. Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα 1959, σ. 58 κ.ε..
5
7. Τις καταγραφικές δουλειές του Γ. Μελίκη που αποτύπωσε σε δίσκους LP τις εκδη-
λώσεις του «Λαϊκός Χειμώνας».
8. Τις καταγραφικές (όχι πάντα) δουλειές της δημόσιας τηλεόρασης με παραγωγούς
κατά καιρούς την Δ. Σαμίου, τον Κ. Στρατηγάκη, τον Ν. Μπαζιάνα, τον Π. Μυλωνά,
την Ρούλα Μουζουράκη, τον Χρυσ. Μητροπάνο κ.ά.
9. Τις εκπομπές του Γ. Παπαδάκη στο 3ο πρόγραμμα της Ε.ΡΑ. για τον αυτοσχεδιασμό
των πρακτικών λαϊκών οργανοπαιχτών.
10. Τις εκπομπές της Φεβρωνίας Ρεβύνθη στο 2ο πρόγραμμα της Ε.ΡΑ. με αρχειακές κυ-
ρίως ηχογραφήσεις.
11. Τις εκπομπές των περιφερειακών σταθμών σε όλη την Ελλάδα της Ελληνικής Ραδι-
οφωνίας.
12. Τις εκπομπές του Ναξιώτη δημοσιογράφου Γιάννη Ματζουράνη στην Ε.ΡΑ. με τρα-
γούδια του Αιγαίου και κυρίως των Κυκλάδων.
13. Τις ραδιοφωνικές εκπομπές του Καθηγητή Λάμπρου Λιάβα («Το Αλάτι της Γης»)
αρχικά στην ΕΡΑ2 και στη συνέχεια στον “ΣΚΑΪ” και τον “ΜΕΛΩΔΙΑ”.
14. Τη σειρά δίσκων LP του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος.
15. Τις σειρές των CDs που κυκλοφορούν στο εμπόριο με τίτλους όπως «Αρχείο Ελληνι-
κής Μουσικής» κ.ά.
16. Τους πολλούς δίσκους 45ο και LP που «έγραψαν» ερμηνευτές του λαϊκού μας τρα-
γουδιού, όπως η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Γιώτα
Λύδια, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Γιώργος Νταλάρας, η Ελένη Βιτάλη, η Δήμητρα Γαλάνη,
Ο Μανώλης Μητσιάς, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, η Ελένη Δήμου, η Ελευθερία Αρβανι-
τάκη, το σύνολο «Δυνάμεις του Αιγαίου» κ.ά.
Σ’ όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και κάποιες εκδόσεις Πανεπιστημια-
κές (Παν/μιο Κρήτης για την Κύπρο και τη Λέσβο), εκδόσεις Πολιτιστικών Οργανισμών
Δήμων, αφιερωματικών συλλογών της Βουλής των Ελλήνων, διαφόρων φορέων τοπι-
κών συλλόγων και τέλος μερικές ανεξάρτητες εκδόσεις.
Σε όλους εμάς που απαιτούμε να γνωρίζουμε την αλήθεια και μάλιστα εμάς που κα-
λούμαστε να την διαχειριστούμε σε νέες εποχές και συνθήκες, η βοήθεια που προσέφε-
ραν τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) με τα αντίστοιχα Τμή-
ματά τους περί την Μουσικολογία και το μουσικό τμήμα του Λαογραφικού Κέντρου
της Ακαδημίας Αθηνών, όσον αφορά την έκδοση μουσικών καταγραφικών ντοκουμέ-
ντων, είναι ανύπαρκτη.
Επομένως, μόνο του γεννιέται το ερώτημα μετά απ’ όλα αυτά.
Φολκλορισμός; αναβίωση; δεύτερη ύπαρξη; Ναι, ας συμφωνήσουμε.
Με ποια πολιτιστικά υλικά;
Αυτά που κατέγραψε ο καθένας μας σ’ ένα μαγνητόφωνο;
Ποια εποχή; Σε ποιο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο ανήκουν αυτά;
Με ποια μέθοδο τα καταγράψαμε; Τι ερευνούσαμε; Πως ερευνούσαμε, συστημα-
τικά, δημοσιογραφικά;
Με υλικά ραδιοφωνικών εκπομπών;
Με υλικά δισκογραφικά; Πως ελέγχεται η αλήθειά τους;
Με υλικά καταγραφών συλλόγων και φορέων που μπήκαν στο studio και “έ-
γραψαν”;
Με υλικά που ικανοποιεί το δυτικοαναθρεμένο πολυφωνικά αυτί μας ή υλικά
πρωτογενή;
Με υλικά απ’ αυτά που διατίθενται στα μουσικά σχολεία;
6
Με υλικά δυτικομαθημένων βιολιτζήδων και κλαριτζήδων που ανακαλύπτουν
την “παραδοσιακή” μουσική στον ορίζοντα του εξωτικού ή της ημιεπαγγελματι-
κής απασχόλησης;
Ποιος μπορεί να απαντήσει συστηματικά; Ποιος φορέας έχει κάνει μια τέτοια εργα-
σία και μπορεί να βάλει μια τάξη στα πράγματα;
Ποιοί και πόσο μπορούμε να παρέμβουμε; Με ποια γνώση; Σαν υπεύθυνοι παιδαγω-
γοί ή σαν ανεύθυνοι διαχειριστές μιας μουσικής και ενός χορού που δεν βιώνεται αλλά
καταναλώνεται, μιας (μεταξύ άλλων θετικών, αξιόλογων προτάσεων) ανθούσας βιομη-
χανίας “παραδοσιακών υλικών” (χορευτικών ομάδων, φορεσιών, υποδημάτων, λαϊκών
οργάνων, βιντεοκασετών, cd δεδομένων, εύκολου μεροκάματου παλιών χορευτών ε-
ρασιτεχνικών χορευτικών ομάδων, αλλά και ημιμαθών άνευ ειδίκευσης πτυχιούχων
Τμημάτων Φ.Α.,) χάριν της μόδας και της ευκολίας ορισμένων γονιών για δωρεάν
“πάρκιν” των παιδιών τους, σε Δήμους, δημόσια και ιδιωτικά σχολεία;
Και όταν θα τελειώσει αυτή η μόδα των κοπιαρισμένων χορευτικών φεστιβάλς (sic),
διαγωνιστικών και μη, και όταν θα εξαντληθεί η θεματολογία αλλά και οι εισηγητές
των ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό “σεμιναρίων”3 τι θαd ́χει απομείνει στους “καλλι-
τέχνες” μουσικούς, τραγουδιστές, στους καταναλωτές χορευτικής μουσικής, δηλ. στους
περισσότερους από τους “χορευτές” των διαφόρων ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό
χορευτικών ομάδων, και το κοινό των “θεατρικών” αυτών παραστάσεων; Θά ‘χει αλλά-
ξει ο τρόπος ζωής και ψυχαγωγίας τους; Τί θα κουβαλά ο καθένας μας απ’ όλα αυτά
στην περίοδο της ενηλικίωσής μας;
Τα παραπάνω στοιχεία που παρατέθηκαν, αλλά και τα ερωτήματα που διατυπώθη-
καν, αποτελούν μέρος του προβλήματος που διατυπώθηκε στην αρχή και αφορά στη
μουσική (μελωδία), το τραγούδι (στίχο) και την κίνηση (χορό) έτσι όπως σήμερα εμφανίζεται σε μια δεύτερη, τρίτη και τέταρτη (;) ... ύπαρξη, που άρχισε περίπου το 1950
με την έναρξη της εσωτερικής μετανάστευσης των Ελλήνων.
Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι, η νησιωτική και η ηπειρωτική Ελλάδα απο-
τελούν δυο υποσύνολα του Ελληνικού μουσικού κόσμου με πάρα πολλές διαφορές. Τα
σύνορά τους όμως αποτελούνται από διακεκομμένες γραμμές από τα κενά των οποίων
περνούσαν πολιτιστικά αγαθά. Αν θέλουμε δε να σχηματοποιήσουμε αυτή τη διαδικα-
σία θα βλέπαμε έναν χάρτη στον οποίο φαίνεται ότι το Αιγαίο είναι πολύ δεκτικό λόγω
του κοσμοπολίτικου θαλασσινού του χαρακτήρα, ο οποίος διαμορφώθηκε α) στον ορι-
ζόντιο άξονα (Ανατολή – Δύση &’ Δύση – Ανατολή) και β) στον κάθετο (Βοράς – Νότος
&’ Νότος – Βοράς).
Η προσφορά της εργασίας αυτής συνίσταται στην κατάθεση του συστηματικού ε-
ρευνητικού αποτελέσματος, μιας έρευνας που άρχισε το 1985 και συνεχίζεται μέχρι και
σήμερα σε μια και μόνο πολιτιστική περιοχή της Ελλάδας, αυτή του νησιού της Νάξου
ως ελλαδικού μικρόκοσμου, ενώ αποκτά γενικότερα πανελλαδικά χαρακτηριστικά.
Αφορά την εξέταση του χορευτικού ναξιακού τραγουδιού, στον ορίζοντα της Χορο-
λογίας κι όχι της Μουσικολογίας, έτσι όπως καταγράφηκε από τα τέλη του 1800 μέχρι
και σήμερα, σαν μια προσπάθεια γνώσης και προσφοράς στην αλήθεια.
3 Στο τέλος της εργασίας κατατίθεται φόρμα για την προμήθεια, επ’ αμοιβή, μουσικής (αναρωτιέμαι με τίνος
φορέα ή προσώπων την άδεια) από δημιουργό και διαχειριστή σεμιναρίων από την Γαλλία που επισκέφτηκε
με Γάλλους επιμορφούμενους τουρίστες τη Νάξο για 4-5 χρόνια και από το 2014 την Τήνο.
(http://www.youtube.com/user/PhilipposNisiotis/videos)
7
Εξετάζοντας το ναξιακό χορευτικό τραγούδι, διακρίνουμε σ' αυτό περιόδους "δρά-
σης" του, όπως την "προναξιακή", αυτή δηλαδή που τα τραγούδια που τραγουδιούνται
στο νησί αποτελούν μέρος του ρεπερτορίου κι άλλων πολιτιστικών περιοχών, (όπως:
του Ερωτόκριτου, της Σούσας, του Μαβγιανού, της Λυγερής, της Τριανταφυλλένιας,
του Προσφύρη, του “Μια κόρη ρόδα μάζευγε”, του “της Ωριάς το κάστρο”, της “Μηλί-
τσας”, του “Γιοφυριού της Άρτας” κ.ά.) τη ναξιακή και τη "συγχρονική", του πρώτου
μισού του 1900. Στη μουσική του τραγουδιού τα συμβαίνοντα είναι πολυπλοκότερα,
συνθετότερα και μεγάλης σημασίας για το χορευτικό φαινόμενο.
Στην προϋφιστάμενη, της παρούσας εργασίας, ναξιακή βιβλιογραφία δεν αναφέρε-
ται και επομένως δεν έχει καταγραφεί σχεδόν καθόλου η μουσική πραγματικότητα και
η συνδρομή των οργανοπαιχτών στα χορευτικά γεγονότα, πλην ελαχίστων,4 μη συστη-
ματικών γενικότερων αναφορών.
Στην περίοδο που καταγράφεται το τραγούδι (σκοπός και στίχος), το μουσικό φαι-
νόμενο σε σχέση με το χορό, παρουσιάζει:
- στοιχεία παναιγαιοπελαγίτικα, αλλά και κοινά χαρακτηριστικά της Κυκλαδικής
πολυνησίας, πανναξιακά και τοπικά, αλλά και επιδράσεις της Πόλης, της Μ. Ασίας και
της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Σ' αυτό το θετικό βλέμμα ιστορικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, πρέπει να προστεθεί η
αντιστασιακή στάση απέναντι στην άμεση Δυτική δράση.5
Άλλωστε, οι κάτοικοι της ορεινής Νάξου επιλέγουν συνειδητά και στην πράξη την
Ανατολή έναντι της Δύσης. Είναι όμως ανοιχτοί στις επιδράσεις από όλο σχεδόν τον
Ελλαδικό χώρο. "... Οι ξενικές επιδράσεις έχουν οργώσει βαθιά το έδαφος του (του Δ.Τ.)
ως το σημείο που να χάνουμε από τα μάτια μας την ενότητά του μέσα στον Ελλαδικό χώ-
ρο“.6
Από και προς την Ανατολή
Το γεγονός της εναλλακτικής λύσης για βιοπορισμό των Αξιωτών, του πηγαιμού
στην Πόλη και στα παράλια της Ιωνίας και κυρίως στη Σμύρνη και τα Βουρλά, δημιουρ-
4 Βλ. Σ τέ φ. ‘Η μ ε λ λ ο ς , Λαογραφικό Αρχείο Ακαδημίας Αθηνών, (Λ.Α. αρ. 2363), J. N o t o p o u l o s , A Folk
Dances of Greece recorded, N.Y. 1956, (σ. 14 + 1 δίσκος).
5 Η δράση αυτή των Δυτικών προς τους ορθόδοξους Ναξίους θεωρείται ως προσηλυτιστική, (βλ. και Β.
Π ο ύ χ ν ε ρ , Ελληνική Θεατρολογία, Αθήνα 1988, σ. 302 κ.ε.) αποτελεί δε μέγα κεφάλαιο στην πολιτιστική
ιστορία της Νάξου παίρνοντας την μορφή εμποδισμού της ελληνορθόδοξης συνέχειας στο νησί.
Η αντιπάθεια των Λατίνων ως δράση εκφράζεται και από τον P . S a u g e r , “Η παρούσα κατάστασις των
νήσων του Αιγαίου (1879) Πελάγους”, ( Ερμούπολις Σύρου), Ναξιακά 17/18 (1988) 24, «... Πάντες οι Έλληνες
διατήρησαν την προφοράν και τον αρχαίον τρόπον του γράφειν. Η ποίησις σύγκειται παρ ́ αυτοίς έκ τινων
βακχικών ασμάτων εις χυδαίαν γλώσσαν, ως ο ρυθμός και η μουσική τραχύτητα. Ο Όμηρος, ο Θεόκριτος και
οι λοιποί Έλληνες ποιηταί εις ολίγιστους καταληπτοί, εναβρυομένους δια τούτο ...».
6 Κ. Β ο υ ρ ν ά ς , "Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι" στο: Γ κ α ί η Χ ό λ σ τ , (1961), όπ.π., σ. 174. Επίσης ο Π. Γ ρ ι -
τ σ ά ν η ς , στο Περί της Μουσικής της Ελληνικής Εκκλησίας ζήτημα, 1870, γράφει: "Πολυαρίθμους έχομεν
αποδείξεις ότι η πολιτική σύγχυσις, ταλαιπωρία, και υποδούλωσις ενός τινος έθνους, φυσικώ τω λόγω, συνε-
πιφέρουσι καταστροφήν και οπισθοδρόμησιν εις τε τας επιστήμας και τέχνας αυτού. Η μόνη γλώσσα και
μουσική, ούσαι δύο όργανα αδιάλειπτα εις την ανθρωπίνην ζωήν, και τα μόνα, άτινα δύναται να διατηρώνται
και άνευ επιστημονικής διδασκαλίας, και γραμματικών κανόνων αλλά διά ζώσης αλληλοδιαδόχου πρακτικής
διδασκαλίας, διατηρούνται μεν οπωσδήποτε πάντοτε παρά τω λαώ εν οιωδήποτε ναυαγίω κλυδωνιζομένω,
ουχί όμως και χωρίς κίνδυνον του να διαφθαρώσι δια της επιμιξίας αλλοτρίων λέξεων, ιδιωμάτων, φράσεων,
παροιμιών, τόνων, μελών, τονισμάτων και ει τινων άλλων εξερχομένων εκ του στόματος δεσπόζοντος και
συμβιούντος λαού αλλοφύλου και αλλοδαπού".
8
γεί θετικές προσθετικές επιδράσεις στο Ναξιακό τραγούδι. Μεταφορείς αυτού του πο-
λιτιστικού αγαθού είναι:
α) Αυτοί που έχουν εγκατασταθεί στα παραπάνω μέρη με περιοδική ή μόνιμη επι-
στροφή στη Νάξο.
β) Οι γυναίκες που πηγαίνουν για παραμάνες, βυζάχτρες κυρίως στην Πόλη.
γ) Οι ταχυδρόμοι, οι οποίοι πάνε κι έρχονται μεταφέροντες αλληλογραφία και προ-
ϊόντα.
δ) Οι κατά καιρούς πρόσφυγες που ήρθαν στη Νάξο (Αρμένιοι, Εβραίοι, Χιώτες, Κα-
σιώτες, Κρητικοί, Σαμιώτες, Τηνιακοί, Επτανήσιοι κ.λπ.) και
ε) Όλοι όσοι επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν στη Νάξο μετά την Μ. Ασιατική κα-
ταστροφή.
Η επαφή αυτή έφερε αλλαγές προσθετικές, στη φορεσιά, στο τραγούδι και τη μου-
σική.
Αυτός ο επηρεασμός έχει σημασία ανθρωπολογική, ιστορική, κοινωνική, διότι απο-
τέλεσε ενσωμάτωση, σύσμιξη και όχι μηχανιστική μεταφορά ξένων προτύπων στο υπό
εξέταση νησί.7
-“Η μητέρα μου είχε πάει για λίγο καιρό στην Πόλη για παραμάνα. Οι παραμάνες φέρ-
νανε και κάποια τραγούδια από κει”.
-“Η μάνα μου έλεγε τραγούδια Πολίτικα ήμουνα μικρός τότε, κι άκουγα να τα τραγου-
δάνε κι άλλες”.
-“Η μητέρα μου μού 'λεγε πολλά τραγούδια από την Πόλη, για τον πόλεμο, για κάτι
ήρωες, για τον Κωνσταντίνο. Σαν παραμύθι θυμάμαι”.
-“Στη Νάξο έχουμε πολλά Σμυρναίικα τραγούδια. Είχαμε πολλούς Ναξιώτες που πη-
γαίνανε στα Βουρλά, στ' Αϊβαλί, στη Σμύρνη, στην Κων/πολη”.
Ανάμεσα σ' αυτούς που πήγαν στην Μ. Ασία είναι και οργανοπαίχτες. Ορισμένοι πή-
γαν για μικρό χρονικό διάστημα, αρκετό όμως για να φέρουν νέα πράγματα στο τρα-
γούδι [νέα τραγούδια, νέους δρόμους (ουσάκ, ουζάμ), νέους ρυθμούς (Καρσιλαμάδες)
ταξίμια], ενώ άλλοι έμειναν αρκετά και μάλιστα έπαιξαν σε τούρκικα μαγαζιά.8
"Μετά το ‘22 που ήρθαν οι Μ. Ασιάτες φέρανε τους Καρσιλαμάδες. Τα Μπάλλα τα δικά
τους ήτανε οι Καρσιλαμάδες".
Ο Συριανός, Μ . Β α μ β α κ ά ρ η ς, αναφέρει: 9 “....Στις αποκριές, (ο πατέρας του) κα-
τέβαινε από την καθολικιά Πάνω Χώρα στην Ερμούπολη, που την είχαν ιδρύσει Χιώτες
και Σμυρνοί μετά τις σφαγές του ‘21, και που όλος ο κόσμος χόρευε. Γκάιντα ο πατέρας
μου, τούμπανο εγώ ..... Έπαιζα ρυθμούς του συρτού, μπάλλους, κρητικά”.
7 (Πρωτ.).
Για τον όρο "πρωτόκολλα" βλ. Γ. Δ. Φαράντος, Προλεγόμενα Θεωρίας - Φιλοσοφίας Αθλητισμού, Τελέθριον,
Αθήνα 1996, (Μέρος Β', Κεφ. "η έρευνα των Φυσικών Επιστημών", σ. 197-228)". Το πρώτο σημείο της δομής
των φυσικών επιστημών είναι τα πρωτόκολλα. Στις Φυσικές Επιστήμες γίνεται λόγος για φαινόμενα, δηλ. για
εκφράσεις πρωτοκόλλων. Φαινόμενο σημαίνει ένα συμβάν, το οποίο μπορούμε να παρατηρήσουμε. Ό,τι
φαινόμενο διαπιστώνεται λέγεται πρωτόκολλο ή άλλες εκθέσεις της παρατήρησης, οι οποίες κατατίθενται
και καταγράφονται. Ήτοι: πρωτόκολλα = οι εκφράσεις που διαπιστώνονται τα συμβαίνοντα ή συμβάντα.
8 (Πρωτ.)
Το γεγονός αυτό επισημαίνεται από το 1803 από τον Ε. D. C l a r k e , όπως αναφέρει ο Φ. Ανωγειανάκης,
όπ.π., σ. 357, σημ. 52.
9 Μ. Β α μ β α κ ά ρ η ς, Αυτοβιογραφία, Αθήνα 1973, σ. 69.
9
- "Ο Νικολής έμεινε εφτά χρόνια στη Μ. Ασία. Ήφερε πολλά ταξίμια, Ουσάκ, Ουζάμ".
(Νικολής Κονιτόπουλος, βιολιτζής). 10
- "Ο Θεοφάνης απ' την Κωμιακή ήτανε καλύτερος απ' τους δικούς μας στα ταξίμια.
Αυτός πήγε στρατιώτης στην Τουρκία, αλλά τον εκρατήσανε οι Αξιωματικοί σ' ένα
κέντρο για να τους διασκεδάζει κι έμπλεξε εκεί με τους ντόπιους Έλληνες κι έμαθε
τ' ανατολίτικα και τά 'φερε μετά".11
Μέχρι το 1890, που για πρώτη φορά εμφανίζονται τα βιολιά στη Νάξο, την "ζύη"
(ζυγιά) αποτελούν τα τζαbουνοdούbακα. Η είσοδος επομένως του βιολιού και του
λαούτου ανοίγουν το δρόμο για τη νέα μουσική για το νέο τραγούδι στη Νάξο.
Τα τραγούδια, τα οποία έρχονται από την Ανατολή, αφορούν κυρίως τους χορευτι-
κούς τύπους του Συρτού, του Μπάλλου και λιγότερο του Καλαμαθιανού, ενώ οι επεί-
σακτοι χοροί (Ζεϊμπέκικα, Καρσιλαμάδες), συνοδεύτηκαν με ένα, το πολύ δυο τραγού-
δια.
Η είσοδος αυτών των τραγουδιών έγινε δυναμικά και χωρίς καμιά αντίσταση, γιατί
άρεσαν, τους "πείραξαν ψυχικώς" και σιγά - σιγά αποτέλεσαν και τον κορμό της ναξιώ-
τικης μουσικής για πολλά χρόνια, μαζί με τα καθαρώς τοπικά τραγούδια που κι αυτά
έχουν δημιουργηθεί και επεξεργαστεί κατά την ίδια περίπου περίοδο.
Ο κατάλογος των τραγουδιών των οργανοπαιχτών, πριν την επαφή τους με την Μ.
Ασία ήτανε πολύ φτωχός. Έτσι στην διαμόρφωση της μουσικής και του τραγουδιού,
από τις αρχές του αιώνα, καθοριστικό ρόλο παίζει η καθ' ημάς Ανατολή. Νέα όργανα
(βιολί - λαούτο), νέοι "μουσικοί δρόμοι"12 (κυρίως Ουσάκ).13 Νέα Συρτά, πολλά σε
αριθμό, νέοι Μπάλλοι, ταξίμια, βέρσα, αμανέδες ταμπαχανιώτικοι, ζεϊμπέκικα,
καρσιλαμάδες, χασάπικα.
Γι ́αυτά βλέπε στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
https://www.youtube.com/watch?v=p00jwHfLeRc
Όλα αυτά μαζί με τον δεκαπεντασύλλαβο και τα κοτσάκια και την ευχέρεια των Α-
ξιωτών στον αυτοσχεδιασμό διστίχου δίνουν μια νέα ώθηση, δημιουργούν μια νέα
πραγματικότητα στο ναξιώτικο τραγούδι.
Οι προσθετικές αυτές αλλαγές, τους ικανοποιούν, τους αρέσουν, τις δέχονται, τις
αφομοιώνουν, δεν τις ξεχωρίζουν ως ξένες.14
10 (Πρωτ.)
11 (Πρωτ.)
12 Aρχαίοι ελληνικοί τρόποι, ήχοι βυζαντινοί.
13 "Στους Κινιδαριώτες παίξ' τους Ουσάκ και πάρτους την ψυχή. Τους αρέσουν τα ουσακλήδικα" (Πρωτ.).
Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο ς Π ρ ω τ ο ψ ά λ τ η ς, Ερμηνεία της Εξωτερικής μουσικής και εφαρμογή αυτής εις την καθ ́
ημάς μουσικήν, Εν Κωνσταντινουπόλει, Εκ της του Γένους Πατριαρχικής Τυπογραφίας. (επαν. Εκδόσεις
"Κουλτούρα", Αθήνα 1843, σ. 2,3 .) [Το "Ουσάκ" κατ ́ αρχήν είναι ήχος ο οποίος γεννάται από την τοποθέτηση
των μπερντέδων (περδέδων) στην πανδουρίδα (ταμπούρι) και αποτελεί "Καταχρηστικόν Σιουπέ", έναν από
τους εννενήντα.. ( Μακάμια = ήχοι = 12 - Σιουπέδες = παραγόμενοι ήχοι που χωρίζονται σε "Κύριους" και "Κα-
ταχρηστικούς"). Το "Ουσάκ" είναι ένας από τους "Καταχρηστικούς Σιουπέδες"] , επ. βλ. Π. Κ η λ τ ζ α ν ί δ η ς,
Μεθοδική Διδασκαλία, Θεωρητική και Πρακτική προς εκμάθησιν και διάδοσιν του γνησίου εξωτερικού μέ-
λους, έκδ. Β. Ρηγόπουλος, 1978, σ. 12,13, ακριβής ανατύπωσις από την έκδοσιν της Κων/πόλεως του έτους
1881. Και επ. βλ. "Ουσάκ" (USSAK) = ονομασία Αραβοπερσική και σημαίνει "ερωτευμένοι", Δ. Κ ο φ τ ε ρ ό ς,
Δοκίμιο για το Ελληνικό Σαντούρι, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1991, σ. 11.
14"Όλα είναι ντόπια. Ξένα είναι μόνο τα Ευρωπαϊκά". (Πρωτ.).
Η Κινητικότητα του Χορευτικού Δημοτικού Τραγουδιού
10
Έτσι λοιπόν, παραδίδοντας αυτό το πολιτισμικό αγαθό στη διάθεση όλων, οργανο-
παιχτών και γλεντιστών, αρχίζουν να αναδεικνύονται οι αφομοιωτικές δυνάμεις ενός
λαού, του Ναξιακού λαού, ο οποίος είχε τη διάθεση να παραλάβει αυτό που του παρα-
διδότανε. Οι δυνάμεις αυτές που εισέπραξαν αυτό το καινό (το καινούργιο), τό ‘καναν
δικό τους, τό ‘φτιαξαν στα μέτρα τους, στη ψυχή τους, το πέρασαν από ψιλό κόσκινο,
από την έγκριση των τοπικών γλεντιστικών κοινοτήτων και τό ‘καναν δικό τους. Τόσο
δικό τους, που αν το βάλεις δίπλα στο πρωτόλειο, ή μπορεί να είναι άλλου ρυθμικού
σχήματος, ή να έχει άλλους στίχους, ή να ήτανε οργανικό και να προστέθηκαν ή να άλ-
λαξαν τους στίχους ή να σε παραπέμπει στο άλλο χωρίς να είναι το ίδιο.
Ο βιολάτορας Γεώργιος Κ. Κονιτόπουλος (Θεουδάκι) θα μας πει: “Ό,τι κομμάτι και
νά ‘τανε λαϊκό, δημοτικό, εμείς το κάναμε ουσακλίδικο για ν’ αρέσει στους δι-
κούς μας ”.
Ο αριθμός των χορών αυξάνει χωρίς όμως να διαταράσσεται η βασική και κύρια χο-
ρευτική συζυγία Συρτού - Μπάλλου. Για την οδό αυτή, ο S. B. Bovy θα γράψει:15
“Η Ελλάδα σ' όλες τις φάσεις της ιστορίας της πλουτίστηκε από την επιμιξία με τα
γειτονικά έθνη. Στη μουσική δεν υπάρχουν πατροπαράδοτα μίση. Κι ας τους χώριζαν η
γλώσσα, η θρησκεία, κι ας ήταν κατά καιρούς πότε αφέντες, πότε υπήκοοι, οι άνθρωποι,
στις ακραίες αυτές περιοχές, εκτός από πρόσκαιρες αιματηρές συγκρούσεις, συζούσαν
ειρηνικά, ανταλλάσσοντας ήθη, τραγούδια και χορούς. Ήτανε σα δύο φυτά διαφορετικά
που τα σπέρνεις στην ίδια γλάστρα, και μ' όλο που νοιώθουνε νά 'ναι ξένα, όμως πλέκο-
νται κάτω από τη γης οι ρίζες τους και πάνω από το χώμα τα κλαδιά τους κι άμα τραβή-
ξεις να ξεριζώσεις τό 'να ακουλουθά και τ' άλλο”.
Στην οδό αυτή επικρατεί μια διαλεκτική αλληλεπίδραση και διαλεκτική αντίληψη.
Από και προς την Αθήνα
Παράλληλα με την οδό της Ανατολής λειτουργεί κι η οδός από και προς την Αθήνα.
Στην οδό αυτή "η κυκλοφορία" πυκνώνει μετά το 1900- '10. Μετά το 1922 ακολουθεί η
μεγάλη αύξηση της κυκλοφορίας σ' αυτήν γιατί αναγκαστικά κλείνει εκείνη της Ανατο-
λής, ενώ μετά την Κατοχή γίνεται ταχείας και πυκνής κυκλοφορίας, αμφίδρομη, ως ένα
σημείο, για το έμψυχο υλικό και μονόδρομος, (όπως θα εξετάσουμε παρακάτω), για τα
πολιτιστικά αγαθά, και μάλιστα με "ιμπεριαλιστική" δράση.
Στην οδό αυτή κυκλοφορούν άνδρες και γυναίκες, από το 1900 κι όλας. Οι άνδρες
για μεροκάματο και οι γυναίκες πάλι για παραμάνες. Την ίδια οδό ακολουθούν από το
1910 και ορισμένοι οργανοπαίχτες κυρίως βιολιτζήδες οι οποίοι εξοικονομούν το μερο-
κάματο συμμετέχοντας σε γλέντια, που οργανώνουν ξενιτεμένοι συγχωριανοί ή όχι, σε
σπίτια και σε μαγαζιά. Στα μαγαζιά παίζουν και με άλλους οργανοπαίχτες από άλλες
περιοχές της Ελλάδας. Αυτό το φαινόμενο εντάθηκε μετά το 1925. Άλλοι από αυτούς
τους οργανοπαίχτες παίρνουν μαθήματα από δασκάλους μουσικών οργάνων με δυτική
μουσική παιδεία ή άλλους μαθητές του Εθν. Ωδείου Αθηνών για να τελειοποιήσουν την
τεχνική τους και να μάθουν θεωρητικά στοιχεία για το μουσικό όργανο που παίζουν. Η
παρακολούθηση μαθημάτων και η τελειοποίηση της τεχνικής τους, απομακρύνει από
τα παραδομένα τους συγκεκριμένους οργανοπαίχτες και στη συνέχεια και τους άλλους,
που προσπαθούν να μιμηθούν τον "καλύτερο". Στην οδό αυτή, κυκλοφορούν επίσης και
15 S. B. B o v y , Δοκίμιο για το ελληνικό τραγούδι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1984, σ. 41.
11
διάφοροι επαγγελματίες, π.χ. χτίστες, που εγκαθίστανται και παίζουν σαν οργανοπαί-
χτες στην Χώρα (πρωτεύουσα του νησιού).
Από το Αιγαίο
Η Νάξος ως “λ ι π α ρ ά” 16 αποτελεί κέντρο διακίνησης διαφόρων αγροτικών μα και
ορυκτών (σμυρίγλι, μάρμαρο) προϊόντων. Τούτο έχει εκτός των άλλων ως αποτέλεσμα
και τα παρακάτω:
1. "Οι σκοποί και τα τραγούδια που έφτασαν στα ορεινά της Νάξου όπου υπήρχαν
κυρίως οι πολλοί οργανοπαίχτες, Κινίδαρος, Κόρωνος, Κωμιακή 17 τά 'φερναν οι γύφτοι
οργανοπαίχτες που έρχονταν στο νησί και γύριζαν στα χωριά πουλώντας κιλίμια, ως
γανωματζήδες, υλοτόμοι, έμποροι και διορθωτές μύλων του καφέ κ.λ.π., οι στρατιώ-
τες..."18
2. Οι Μωραΐτες μαστόροι δεν έλειψαν από τη Νάξο.
“Ούτως εις Κωμιακήν ήδε το παλαιότερον ο καλούμενος «χτενάδικος Αι Βασίλης»,
οφείλων το προσωνύμιον εις το γεγονός ότι «ηρχούντανε από την Πελοπόννησο Μω-
ραΐτες κ' εφθειάνανε χτένια τση κρεββαταριάς και τον ελέανε»”.19
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως από την ηπειρωτική Ελλάδα και κυρίως
από τον Μωριά, απ’ όπου παρατηρείται αθρόα εισαγωγή τραγουδιών του Συρτού-
Καλαματιανού, δεν παρατηρείται παρουσία τραγουδιών των κατηγοριών κλέφτικο,
ηρωικό ή ποιμενικό.
3.“Στις Εγγαρές από το Μάη ως τον Αύγουστο ήτανε σα νά 'στουνε στο Ρέντη. Είχε
10-20 εμπόρους ξένους γιατί το χωριό αυτό τροφοδοτούσε φρούτα την Αθήνα ... Είχα-
με κάτι Κρητικούς (ένας Μαρκουλάκης), που μας έμαθε Κρητικά Συρτά, ... Στις Εγγαρές
που ήταν πρόσφυγες, αλλά ήταν χορευταράδες και μας ελέανε: παίξε κανά Ζεϊμπέκι-
κο”.20
4. Στο λιμάνι της Χώρας έρχονται πολλοί ψαράδες από την Κούλουρη. Απ' αυτούς
έμαθε ο βιολιτζής Γ. Κονιτόπουλος την “Κουλουριώτικη Σούστα” και την έπαιζε για να
γλεντάνε οι Κουλουριώτες.21
5. “Στο Φιλώτι22 για να χορέψει ένας Κρητικός έμπορος αναγκάστηκαν οι οργανο-
παίχτες να μάθουνε τον Χανιώτικο Συρτό και τον Πεντοζάλη”.23
6. “Ο ένας με τον άλλο τα φέρνανε. Εδώ (στη Χώρα) είχε έρθει ο Αραποβασίλης κι
έπαιζε τρία-τέσσερα χρόνια κάτι Πελοποννησιακά και Ρουμελιώτικα. Ήτανε Ρουμελιώ-
της αυτός”.24
7. Στη Χώρα επίσης συγκεντρώνονταν το βράδυ οι γύφτοι που αναφέρονται προη-
γούμενα και καλούσαν όργανα για να τους παίξουν για να γλεντήσουν.25
16 Επιθετικός προσδιορισμός για τη Νάξο από τον Πίνδαρο λόγω της εύφορης γης.
17 Η Απείρανθος, εσωστρεφής και ανθεκτική, με όχι πολλούς οργανοπαίχτες αλλά και δικό της "κίνημα" στο
αυτοσχέδιο τραγούδι, άντεξε απέναντι στις νεότερες αυτές επιδράσεις.
18 Χρ . Μ ο υ τ σ ό π ο υ λ ο ς, Ν. Μ., φ. 571/(45), φ. έκδ., (1991) .
19 Σ τ έ φ. ́Η μ ε λ λ ο ς, Παρατηρήσεις.............., σ. 12.
20 Πρωτ.
21 Πρωτ.
22 Από τα εμπορικά κέντρα του νησιού.
23 Πρωτ.
24 Πρωτ.
25 "Της Αγίας Θεοδώρας ένας ατσίγγανος ήρθε να με πάει στο τσαντίρι του να του παίξω τσιφτετελάκια".
(Πρωτ.).
12
8. Κάθε επαφή των οργανοπαιχτών του Κινιδάρου με γλεντιστές, στη Χώρα, από
άλλα μέρη, προσθέτει στον κατάλογο των τραγουδιών.26
Συνοψίζοντας για τα εισαγόμενα27 και επείσακτα28 τραγούδια και σκοπούς στη Νά-
ξο, από τον Ανατολή, το Αιγαίο, το Μωριά και την Αθήνα, συμπεραίνουμε ότι:
Η Νάξος είναι “ανοιχτή” σε οποιαδήποτε επίδραση, επίδραση όμως που άλλοτε επι-
λέγει ελεύθερα χωρίς να της επιβάλλεται και άλλοτε ασκείται βίαια.
“Άλλοι όμως «σκοποί» δημιουργήθηκαν και συνεχώς δημιουργούνται, προερχόμενοι
άλλοτε μεν εκ των θησαυρών της μουσικής παράδοσης της νήσου, άλλοτε δ' ερχόμενη
έξωθεν. Ένας π.χ. ακούει μίαν ξένην μουσικήν που τον συγκινεί, την κάνει κτήμα του και
προσαρμόζει εις αυτήν αυτοσχέδια δίστιχα της εμπνεύσεώς του. Η ζωή της ξένης μελω-
δίας που εισάγεται εις την παράδοσιν της νήσου, κάποτε διαρκεί επί πολύν χρόνον, κάπο-
τε δε πάλιν συντόμως λησμονείται. Η μουσική παράδοση, τόσο εν Απεράνθω, όσον και εις
άλλα χωρία της νήσου μας δεν είναι καθ' ολοκληρίαν ιθαγενής, ιδική μας".29
Το προϊόν αυτής της διαδικασίας, πατάει όμως στέρεα στα παραδομένα, ενώ πα-
ράλληλα δείχνει μια τόλμη, μια νέα προοπτική, μια δυναμική χρησιμοποιώντας από τη
μια τα παραδομένα κι από την άλλη την “αρμονική” 30 γλώσσα της Δύσης, αλλά μαζί
και την τόσο διαδεδομένη γλώσσα των χρωμάτων της Ανατολής προς την οποίαν έχει
πάντα έντονα στραμμένο το βλέμμα. Παρατηρείται λοιπόν “ένας αξιοθαύμαστος συγκε-
ρασμός των καλύτερων γνωρισμάτων κάθε άλλου τόπου σε μία φόρμα όμως απόλυτα
ιδιότυπη, στη νησιώτικη, στην Κυκλαδίτικη φόρμα”.31
Εκείνο που επίσης πρέπει να τονισθεί είναι ότι, η Νάξος λόγω της κεντρικής της θέσης,
της μεγάλης (σε σχέση με άλλα Κυκλαδονήσια) έκτασης, των πολλών χωριών, αλλά
χωριών που διαμόρφωσαν έντονη κοινωνική αλλά και μουσική και χορευτική προσω-
πικότητα, των πολλών οργανοπαιχτών, της κινητικότητας του πληθυσμού, αφομοίωσε
όλο το επείσακτο υλικό με διάφορους και διαφορετικούς τρόπους. Τόσους και τέτοιους
που ένας Κωμιακίτης ή ένας Κινιδαριώτης να μην μπορεί να πάρει τα καβάδια ντου στο
χορό με Απεραθίτικα βιολιά.
26 "Από το '47 κι εδώ που είχα βγει κι εγώ επαγγελματίας, τα καλοκαίρια μερικά από τα τακίμια μας πηγαίνα-
νε και δουλεύανε στη Χώρα. Όταν γυρίζανε φέρνανε κι από ένα-δύο κομμάτια και τα μαθαίναμε μετά κι ε-
μείς, ο ένας από τον άλλον". (Πρωτ.).
27 εισαγόμενα (εισάγω) = οδηγό εντός, φέρω μέσα, εμφανίζω, παρουσιάζω. (Π. Δρομπαράκης, Επίτομον Λε-
ξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Εστία5, Αθήνα 1989, λ. εισάγω).
28 επείσακτα : (εκ του ρ. «επεισάγω»). 1. Εισάγω προσέτι, εισάγω τι νέον, εισάγω εντός, έξωθεν εισαγόμενα,
επακτά, ξένα, (Π. Δρομπαράκης, όπ.π.). 2. Αντιθέτως προς τα οικεία, τα έξωθεν, τα εκ της αλλοδαπής εισαγό-
μενα, τα αλλότρια, τα ξένα, τα νέα άσχετα προς τα παρόντα (Liddell, H.-Scott, R.Μέγα Λεξικόν Ελληνικής
Γλώσσης, Αθήνα: Σιδέρης).
29 Δ . Ο ι κ ο ν ο μ ί δ η ς, "Τα τραγούδια και οι Χοροί των Ναξίων", Ν.Μ., φ.εκδ., αρ. φ. 416(3), (1978), σ. 3.
30 Αρμονία της Δύσης (συγχορδίες πρώτης - πέμπτης - πρώτης) = αντίθετο προς την παραδοσιακή απλή αρμο-
νική συνοδεία. (Φ. Ανωγειανάκης, όπ. π., σ. 254).
31 Γ . Ζ ε ρ β ο υ δ ά κ η ς, "Το Κυκλαδικό τραγούδι", Κυκλαδικά τόμ. 10ς, 6 (1956) 330. Στο σημείο αυτό και
ιδιαίτερα όσον αφορά στην είσοδο της "αρμονικής" γλώσσας της Δύσης, το αναγκαίον ή μη, το εθνοπρεπές ή
μη, έχουν γραφεί πάρα πολλά και από τους θετικά αντιμετωπίζοντες το θέμα αυτό και από αυτούς που το
αντιμετωπίζουν αρνητικά. Ως μη ειδικός, αλλά και ως πρόβλημα που απέχει από τον ορίζοντα της μελέτης
αυτής, απλώς παραθέτω στο τέλος σχετική βιβλιογραφία που αφορά στην σχέση και τις διαφορές μεταξύ της
ελληνικής μουσικής και της ευρωπαϊκής έτσι όπως τέθηκε και αντιμετωπίστηκε από τον περασμένο αιώνα.
(Βλ. βιβλία εκδόσεων Κ α ρ α β ί α ).
13
Ο σύγχρονος δρόμος των μαζικών μέσων επικοινωνίας
1. Μετά το 1925 αλλάζει ο τρόπος μεταφοράς και διάδοσης νέων μελωδιών - τρα-
γουδιών στη Νάξο. Τον ρόλο αυτό σιγά - σιγά αναλαμβάνει το γραμμόφωνο. Η δισκο-
γραφία στην Ελλάδα αρχίζει με το 1930 και οι δίσκοι του γραμμοφώνου φθάνουν α-
ραιά και που στη Νάξο. Έτσι πολλά δισκογραφημένα τραγούδια στην Αθήνα, π.χ. του
Σαλονικιού (Δ. Σέμση), αποτελούν πώλο έλξης για τους ντόπιους οργανοπαίχτες. Μετά
από μια σχετική “παρέμβαση” γίνονται τραγούδια που μπαίνουν στο ρεπερτόριό τους
και αποτελούν αργότερα αγαπημένα τραγούδια των χορευτών.
“Πολλά τραγούδια τάχε κάνει δίσκους 78ο ο Παπασιδέρης, (δημοτικός) κι ο Σαλονικιός
(Δημήτρης Σέμσης). Εμείς τα παίρναμε και τα κάναμε να ταιριάξουν για το χωριό,
νά 'ναι κατάλληλο για τον ντόπιο χορευτή π.χ. το τσιφτετέλι, το κάναμε Συρτό ή
Μπάλλο στα ακουπανιαμέντα”.32
Στον Κινίδαρο το πρώτο γραμμόφωνο έρχεται το 1935 “στου Μιχαλούκου το μαγα-
ζί”, το οποίο γίνεται και “κέντρο εκπομπής και ακροάματος”των μουσικών του χωριού,
αυτών οι οποίοι ακόμα δεν φεύγουν για να παίξουν σ' άλλα χωριά.
“Τα τραγούδια τα μαθαίναμε με τ' αυτί, από γλέντι σε γλέντι ή πηγαίναμε στου Μιχα-
λούκου πού 'χε γραμμόφωνο και τ' άκουγα μια φορά, πήγαινα σπίτι, τό 'παιζα, ξαναγύρ-
ναγα, το ξανάκουγα, ξαναπήγαινα στο σπίτι και πάλι το ίδιο. Μέχρι να το μάθω να το βά-
λω στο βιολί έτσι πηγαινοερχόμουνα. Με τ' αυτί, γι' αυτό το ίδιο κομμάτι από μουσικό σε
μουσικό είναι διαφορετικό”.33
Οι άλλοι, οι φτασμένοι μουσικοί, καλεσμένοι στην Πάρο ή άλλα Κυκλαδονήσια, αλλά
κυρίως στην Πάρο, έχουν την δυνατότητα και άλλα ακούσματα να έχουν αλλά και τον
φωνόγραφο ν' ακούνε μιας κι εκεί έχει φθάσει ενωρίτερα 34 και σε μεγαλύτερο αριθ-
μό.35
2. Μόλις το 1936 αρχίζει την λειτουργία του ο ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας
και μάλιστα με μικρή εμβέλεια, ο οποίος συμπεριλαμβάνει στις εκπομπές του και τρα-
γούδια από την μικρή τότε δισκογραφία. Μεταξύ αυτών ακούγεται και ο παναιγαιοπε-
λαγίτικα γνωστός στο μουσικοχορευτικό κατάλογο Μπάλλος “Μάτια σαν και τα δικά
σου”, “ γυρισμένος” από τον Σαλονικιό.
3. Την ίδια περίπου εποχή οι οργανοπαίχτες αναγκάζονται να αλλάξουν το κούρδι-
σμά τους στα βιολιά και από “αλά τούρκα”36 τα κουρδίζουν “αλά φράγκα”. Η αλλαγή
32 (Πρωτ.).
33 (Πρωτ.).
34 "Μάθαινα τραγούδια απ' το γραμμόφωνο. Στον Κινίδαρο δεν είχε στην αρχή. Μόνο στη Χώρα και στην Πά-
ρο". (Πρωτ.).
35ακουπανιαμέντα = στη λαϊκή μουσική Κινιδαριώτικη ορολογία, το ακομπανιαμέντο = (accompagnement,
γαλλ.) : Συνοδεία (εξελληνισμένα ακομπανιάρω = συνοδεύω). Πρόκειται για τη μουσική συνοδεία - έντεχνη
και γραμμένη, ή τυποποιημένη και αυτοσχέδια - από ένα, πολυφωνικού συνήθως χαρακτήρα όργανο ή από
ορχήστρα.. βλ. Σ τ έ φ. Β α σ ι λ ε ι ά δ η ς, όπ. π., σ. 103.
36 Ο Φ. Ανωγειανάκης, όπ.π., σ. 259, γράφει γι ́ αυτά τα κουρδίσματα: ".. κούρντισμα σε διαστήματα 5ης και
4ης καθαρής, ένα κούρντισμα που συναντάμε και σήμερα, όλο όμως και πιο σπάνια..." και σ. 275:"... κουρντι-
ζόταν (το βιολί) και αλά τούρκα ή σε χαμηλό ντοζένι (σολ-ρε-λα-ρε) ... Σήμερα γενικά κουρντίζεται γενικά κατά
Πέμπτες, σολ-ρε-λα-ρε ... Με το κούρντισμα αλά τούρκα, σολ-ρε-λα-ρε, το παίξιμο ́είναι πιο γλυκό ́, εξακο-
λουθούν να υποστηρίζουν οι παλιότεροι λαϊκοί μουσικοί." Στη συνέχεια αναφέρει τους λόγους (χρήση των
δακτύλων) που δικαιολογεί την ανωτέρω άποψη του ιδίου.
14
αυτή οφείλεται στον βιολάτορα Μιχ. Κονιτόπουλο (το Μωρό),37 που είναι εκείνη την
εποχή ο καλύτερος, ενώ έχει παράλληλα παρακολουθήσει και μαθήματα για το βιολί
στην Αθήνα.
4. Το 1958, ο δρόμος που ανοίγεται από τα μαζικά μέσα, όπως το ραδιόφωνο, δημι-
ουργεί επανάσταση, (επανάσταση, αν μπορεί να υπάρξει, των ολίγων) στα μουσικά
πράγματα της Νάξου. Ζωντανές μουσικές εκπομπές και με Κυκλαδίτικο τραγούδι, Να-
ξιώτικο από την Ειρήνη Κονιτοπούλου, τον Μπαρδάνη, τον Μιχάλη Κονιτόπουλο, τον
Γιώργο Κονιτόπουλο και τον Δημήτρη Φυρογέννη και αργότερα από τον Σταματογιάν-
νη, τον Βασίλη Χατζόπουλο, τον Μανώλη Φακίνο, τον Στάθη Κουκουλάρη, τους Χατζό-
πουλος Νίκο και Νικόλα και άλλους πιο περιστασιακά.
5. Την ίδια εποχή κατακτούν τις καρδιές των γλεντιστών λαϊκά επείσακτα τραγού-
δια λαϊκά ή δημοτικοφανή, με τα οποία οι Αξώτες ρυθμίζουν τις παραγγελιές τους. Κάτι
που εν πολλοίς και όταν το επιτρέπουν οι γλεντιστικές συνθήκες (παραγγελίες), απα-
ντάται και σήμερα. Τα μετέτρεπαν, όπως παρατηρήθηκε παραπάνω από τον Βιολάτο-
ρα Θεουδογιώργη σε ουσακλήδιακα. Τέτοια χορευτικά τραγούδια ήτανε “η Αγιοθοδω-
ρίτισσα”, “η Μαρίτσα”, “Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική”, “Τα σκαλοπατάκια σου”,
“Μαράθηκα για σένανε” κ.ά.
6. Από το 1955-60 αρχίζει η περίοδος του “Νεοναξιώτικου” τραγουδιού. Οι επώνυ-
μοι πλέον συνθέτες και κυρίως ο ένας, ο Γ. Κονιτόπουλος που έχει μεγαλώσει μουσικά
στον Κινίδαρο από την μεγαλύτερη οικογένεια οργανοπαιχτών, ηχογραφούν τραγού-
δια παραδοσιακά Ναξιακά. Μεταξύ των ολίγων επωνύμων σημαντική θέση έχει και ο
Κωμιακίτης λαουθιέρης Βασ. Χατζόπουλος με την ογκώδη δισκογραφία του με “παρα-
δοσιακά” και νέες συνθέσεις. Στη συνέχεια χρησιμοποιούν τους “παραδοσιακούς σκο-
πούς” τους οποίους εγγράφουν σε δίσκους 45ο, αλλά με νέους στίχους, ενώ παράλληλα
γράφουν νέες δικές τους συνθέσεις οι οποίες “πατάνε” στο παραδοσιακό ύφος. Τα τρα-
γούδια αυτά ακούστηκαν και χορεύτηκαν τόσο πολύ, από ναξιώτες και μη, που δεν
μπορεί κάποιος πλέον, καίτοι είναι επώνυμα, να τα ξεχωρίσει από τα “παραδοσιακά”,
ενώ στην συνείδηση των ναξιωτών έχουν περάσει στο χορευτικό τους ρεπερτόριο σαν
παραδοσιακά. Ποιος γνωρίζει σήμερα ότι τα τραγούδια π.χ. “Στην Πάρο και στη Νάξο”,
“η Τραγιάσκα”, “ο Μάουκας”, “οι Χιονιές” και τόσα άλλα είναι επώνυμου συνθέτη, του Γ.
Κονιτόπουλου (μωροδακιού);
Για την κινητικότητα του χορευτικού δημοτικού τραγουδιού του Αιγαιοπελαγίτι-
κου, και όχι μόνο, χώρου πληροφορίες με κινούμενη εικόνα και ήχο παρέχονται στην
διαδικτυακή διεύθυνση:
https://www.youtube.com/playlist?list=PLht1DoAM1fQ8bltLglfO8oisGyzpQeyfI
Οι Ναξιώτες, παρ' όλες τις κατακτήσεις που υπέστησαν και τις ξένες επιδράσεις που
δέχτηκαν, κατόρθωσαν με θαυμαστό τρόπο να διατηρήσουν μέσα στο χρόνο, τη μουσι-
κή τους γλώσσα, αντιμετωπίζοντας με δύναμη και προοπτικό βλέμμα το καινούργιο
και με παραδοσιακή κατανόηση το παραδομένο, με αγάπη το δικό τους κι ελεύθερα και
με αφομοιωτική δύναμη το εισαγόμενο ή το επείσακτο.
Η δόξα του αυτή έχει ιζηματικό ελληνικό χαρακτήρα. Είναι μια διεργασία που επα-
ναλήφθηκε πολλές φορές στον ιστορικό ορίζοντα του ελληνισμού.
37 Ξεβρίδι γιατί πρωτόπαιξε βιολί σε δημόσιο γλέντι όταν ήτανε 12 χρονών.
15
Η Νάξος, ως νησί του Αιγαίου, των Κυκλάδων, δοκιμάστηκε από τις κατακτήσεις,
από τον ξενιτεμό των κατοίκων, απ' τον εκδιωγμό και την επιστροφή τους, την μετα-
νάστευση από και προς αυτήν. Αυτό το δράμα της, αποτελεί πολιτισμικά μια από τις
δόξες της. Άσκησε την αφομοιωτική της δύναμη, την πολιτισμική της σύμμειξη, ανα-
νεώθηκε, προχώρησε πάλι και δημιούργησε, ως ζωντανός οργανισμός.
Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα για τη μουσική και κατά συνέπεια για το χο-
ρό. Η πραγματικότητα αυτή έλαβε χώρα σε μια κοινωνία “παραδοσιακή” που βρέθηκε
μπροστά σε δυο πολύ μεγάλες επαναστατικές ανατροπές, αλλαγές που σηματοδοτήθη-
καν η μια από την Μ. Ασία και την Πόλη και η άλλη από την υπόλοιπη Ελλάδα, η οποία
όμως βρέθηκε καθ’ οδόν προς την σκληρή, άτεγκτη πραγματικότητα της αστικοποίη-
σης με την μεγάλη πολιτική, ιστορική εσωτερική μετανάστευση.
Η ιστορική αυτή πραγματικότητα του χορευτικού τραγουδιού αναδεικνύει μια προ-
οδευτική κίνηση, μια πραγμάτωση ιστορικής αλλαγής, ενός ελληνικού διαλόγου, η ο-
ποία κράτησε χρόνια και που ορίζει τον έλεγχο και την κριτική του σήμερα και τη συ-
νείδηση του αύριο.
Για να γίνει όμως αυτή η πραγματικότητα “συνείδηση του αύριο” χρειάζεται να γί-
νουν πράγματα.
Χρειάζονται κινήσεις, κινητικότητα του ίδιου του ανθρώπου.
Χρειάζεται παιδεία.
Και τούτο γιατί ενώ μετέχει μεν της μουσικής και του χορού σαν καταναλωτής πλέον
σήμερα κι όχι μύστης, εκφράζεται, κινείται και παράγει σπάνια ως φύση, ως άτομο κοι-
νοτικό κι επομένως δεν συν-δημιουργεί, αλλά μέσω οργανωμένων θεσμικών και μη
φορέων αυτοδιοικητικών και συλλογικών, μετέχει ως άτομο και του ελεύθερου εμπο-
ρίου.
Ο άνθρωπος έχει την πολιτιστική του συνείδηση, αρκεί κάποιος να την ξυπνήσει και
να την κινήσει και οι φορείς να μην γίνονται χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη.
Σ’ αυτή τη διαδικασία δεν πρέπει να ενεργεί με την Φροϋδική γενετήσια ορμή, αλλά
από Αριστοτελική στέρηση, έλλειψη και όρεξη (κέφι).
Ο άνθρωπος επομένως στο κέντρο, ο άνθρωπος πάλι υποκείμενο της μουσικής και
του χορού, ο άνθρωπος του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, ο άνθρωπος του αισθητικά
ωραίου και υγιούς περιβάλλοντος, ο άνθρωπος του αν-θρώσκω κι όχι του τετραποδι-
σμού.
Συμπερασματικά
Γενικεύοντας θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως:
1. Η κινητικότητα του δημοτικού τραγουδιού, και μάλιστα αυτού που οδηγεί σε χορό,
αποτελεί κατηγόρημα, πραγματικότητα στην ιστορική του πορεία.
2. Στο χορευτικό ρεπερτόριο χορευτικών γεγονότων διαφόρων πολιτιστικών περιο-
χών συνδρούν τραγούδια, τα οποία απαντώνται και σε άλλες πολιτιστικές περιοχές
της Ελλάδας, πολλές μάλιστα φορές μακρινών και διαφορετικής πολιτιστικής προ-
σωπογραφίας περιοχών. Ήτοι, πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο διάλογο μεταξύ Ελ-
λήνων κι όχι μόνον, αλλά κυρίως Ελλήνων, ο οποίος έχει λόγο, κίνηση και ρυθμό, σε
άξονες κάθετους και οριζόντιους.
16
3. Η κινητικότητα αυτή του χορευτικού τραγουδιού αφορά άλλοτε στο στίχο, άλλοτε
στον κύριο κορμό της μελωδίας, άλλοτε ακόμα και στο ίδιο χορευτικό ρυθμικό σχή-
μα και άλλοτε σε όλα όσα συναποτελούν τα στοιχεία μιας χορευτικής πράξης.
4. Η κινητικότητα του χορευτικού τραγουδιού ποικίλει σε ένταση και έκταση κατά τις
διάφορες ιστορικές περιόδους, ενώ εντείνεται κατά τις περιόδους μεγάλης πληθυ-
σμιακής μετακίνησης εντός ή και εκτός ελλαδικού χώρου.
5. Κύρια πηγή χορευτικού τραγουδιού που μετακινήθηκε και μπολιάστηκε στις πε-
ρισσότερες πολιτιστικές περιοχές αποτελεί η Πόλη και κατά δεύτερο λόγο το πολι-
τιστικό χωνευτήρι, η Σμύρνη.
6. Η παρατηρούμενη πανελλαδικά και καταγραφείσα παραδειγματικά στη Νάξο κινη-
τικότητα δημιούργησε σύγχυση στους “διαχειριστές” του παραδοσιακού τραγου-
διού τα νεότερα χρόνια. Η σύγχυση αυτή μετακυλήθηκε στους “διαχειριστές” της
χορευτικής παράδοσης με αποτέλεσμα σήμερα να παρατηρείται μια γενικότερη
σύγχυση που οδήγησε σ’ ένα μουσικο – τραγουδιστικό και χορευτικό αλαλούμ.
7. Τέλος, η κινητικότητα του χορευτικού τραγουδιού, σαν μέρος μιας γενικότερης κι-
νητικότητας στοιχείων λαϊκού πολιτισμού, κι όχι μόνον, συνιστά κατηγόρημα στη
διαμόρφωση τοπικής και υπερτοπικής νομολογίας που οδηγεί τελικά σ’ αυτό που
λέγεται και είναι, ελληνικός πολιτισμός.
17
Βιβλιογραφία:
Bovy Β.S, Δοκίμιο για το ελληνικό τραγούδι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα,
Ναύπλιο 1984.
Liddell, H.-Scott, R., Μέγα Λεξικόν Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα: Σιδέρης.
Notopoulos J., A Folk Dances of Greece recorded, N.Y. 1956, (σ. 14 + 1 δίσκος).
Sauger P, “Η παρούσα κατάστασις των νήσων του Αιγαίου Πελάγους (1879)”, (Ερ-
μούπολις Σύρου), Ναξιακά 17/18 (1988) 24.
Ανωγειανάκης, Φ., Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα, Μ.Ι.Ε.Τ.Ε., Αθήνα 1965.
Βαμβακάρης Μ., Αυτοβιογραφία, Αθήνα 1973.
Βουρνάς Κ., "Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι" στο: Γκαίη Χόλστ, (1961), όπ.π., σ. 174.
Γριτσάνης Π., στο Περί της Μουσικής της Ελληνικής Εκκλησίας ζήτημα, 1870.
Δρομπαράκης Π., Επίτομον Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Εστία 5, Αθήνα
1989, λ. εισάγω.
Ζερβουδάκης Γ., "Το Κυκλαδικό τραγούδι", Κυκλαδικά τόμ. 10ος, 6 (1956) 330.
Ήμελλος Στέφ., Λαογραφικό Αρχείο Ακαδημίας Αθηνών, (Λ.Α. αρ. 2363).
Ήμελλος Στέφ., Παρατηρήσεις εξ επιτοπίου ερεύνης εις τον λαϊκόν πολιτισμόν των
νοτίων Κυκλάδων (1974).
Κηλτζανίδης Π., Μεθοδική Διδασκαλία, Θεωρητική και Πρακτική προς εκμάθησιν και
διάδοσιν του γνησίου εξωτερικού μέλους, έκδ. Β. Ρηγόπουλος, 1978.
Κοφτερός Δ., Δοκίμιο για το Ελληνικό Σαντούρι, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1991.
Μαζαράκη Δ., Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα, Γαλλ. Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα 1959.
Μουτσόπουλος Χρ., «Παραδοσιακοί σκοποί, τραγούδια και χοροί της Νάξου», Ναξια-
κόν Μέλλον, φ. 571/(45), φ. έκδ., (1991).
Οικονομίδης Δ., "Τα τραγούδια και οι Χοροί των Ναξίων", Ν.Μ., φ.εκδ., αρ. φ. 416(3),
(1978).
Πούχνερ Β., Ελληνική Θεατρολογία, Αθήνα 1988, σ. 302 κ.ε..
Πρωτοψάλτης Κων/νος, Ερμηνεία της Εξωτερικής μουσικής και εφαρμογή αυτής εις
την καθ ́ημάς μουσικήν, Εν Κωνσταντινουπόλει, Εκ της του Γένους Πατριαρχικής
Τυπογραφίας. (επανέκδ.. Εκδόσεις "Κουλτούρα", Αθήνα 1843).
Φαράντος Δ. Γ., Προλεγόμενα Θεωρίας - Φιλοσοφίας Αθλητισμού, Τελέθριον, Αθήνα
1996, (Μέρος Β', Κεφ. "Η έρευνα των Φυσικών Επιστημών", σ. 197-228)".
18
Παράρτημα
19
Σ.Σ.
Αντίστοιχες φόρμες έχουν αποσταλεί
και για τις πολιτισμικές περιοχές των
Δωδεκανήσων, των Επτανήσων και της
Κρήτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου