Οδοιπορικό στην ορεινή Νάξο: γεύση από άρωμα Κρήτης
Η Κρήτη και η Νάξος είναι δύο νησιά που συνδέονται με στενούς -κυρίως πολιτισμικούς-δεσμούς, από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι σήμερα. Εδώ παρατίθενται σχετικά στοιχεία σε μία προσπάθεια να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό η ιστορική σχέση και η πολιτισμική συνάφεια μεταξύ των δύο πλευρών.
Οι σχέσεις Κρήτης και Νάξου σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία
Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο ο Αξός ή
Όαξος ή Νάξος, γιος του Απόλλωνα από τον έρωτά του με τη θυγατέρα του
βασιλιά της Κρήτης Μίνωα Ακάλλη ή Ακακκάλιδα, υπήρξε ο ιδρυτής της Αξού,
της πανάρχαιας πόλης της σημερινής περιοχής Μυλοποτάμου. Υπήρξε επίσης ο
επικεφαλής των πρώτων οικιστών της Νάξου, γνωστής στη δημώδη γλώσσα ως
“Αξά”. Η Αξός Κρήτης, μικρό σχετικά χωριό σήμερα, μας είναι γνωστή για
τη μακραίωνη ιστορία της και για τις αρχαιότητές της. Υπάρχει ωστόσο και
το τοπωνύμιο “Αξός” στην ορεινή Νάξο (στην περιοχή Κωμιακής), όπου και
έχει εντοπιστεί θολωτός μυκηναϊκός τάφος . Η κοινή πάντως προέλευση της
ονομασίας των δύο περιοχών ίσως να υποδηλώνει κάποιες “ειδικές” μεταξύ
τους σχέσεις, κάτι που αποτελεί ζητούμενο για την ιστορική έρευνα.
Οι στενές σχέσεις Κρήτης και Νάξου αποτυπώνονται και σε έναν άλλο αρχαίο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας, διωκόμενος από τον πατέρα του, Κρόνο, εγκατέλειψε την Κρήτη και κατέφυγε στην σπηλιά του Ζα, (στις υπώρειες του ομώνυμου όρους, πάνω από το χωριό Φιλώτι), όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Το όρος Ζας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη λατρεία του Διός, απ’ όπου άλλωστε πήρε και την ονομασία του . Ενδεικτική των σχέσεων Κρήτης και Νάξου είναι και η πληροφορία ότι ο Μίνως περιπλανήθηκε επί εννέα χρόνια επάνω στον Ζα, για να κλέψει τους νόμους από τον Δία . Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μία από τις αρχαίες ονομασίες της Νάξου ήταν και η “Δία”, κάτι που μας παραπέμπει ασφαλώς στη λατρεία του Διός και που μας θυμίζει έντονα τη “Ντία” (ή “Δία”), τη νησίδα στ’ ανοιχτά του Ηρακλείου. Ο Ψηλορείτης λοιπόν και ο Ζας αποτελούν κατά κάποιο τρόπο, δύο “αδελφά” όρη, συνδεδεμένα -σύμφωνα με τη μυθολογία- με την ανατροφή του Διός (Ιδαίον Άντρον, σπηλιά του Ζα), όπου και έχουν εντοπιστεί σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Οι δε αναφορές της παρουσίας του Μίνωα
στη Νάξο ίσως αντανακλούν την ιστορική πραγματικότητα μίας εποχής, όπου η
θαλασσοκράτειρα Κρήτη είχε εντάξει στην κυριαρχία της ή τη σφαίρα
επιρροής της τη Νάξο και τις Κυκλάδες γενικότερα. Στο ίδιο πλαίσιο
φαίνεται ότι κινείται και ο μύθος του Θησέα και της Αριάδνης. Ο Θησέας,
κατά την επιστροφή του στην Αθήνα, έχοντας σκοτώσει τον Μινώταυρο, έκανε
στάση στη Νάξο, όπου και εγκατέλειψε την Αριάδνη, την οποία εν συνεχεία
απήγαγε ο Διόνυσος με την ακολουθία του. Στη νησίδα «της Αριάδνης»,
στην είσοδο του λιμανιού της Νάξου, όπου -σύμφωνα με την παράδοση- έγινε
το συμβάν, χτίστηκε ο ναός του Απόλλωνα (6ος αι. π.Χ.), κατάλοιπο του
οποίου αποτελεί σήμερα η “Πορτάρα”, η τεράστια μαρμάρινη πύλη, “σήμα
κατατεθέν” του νησιού. Η Αριάδνη λατρεύτηκε στη Νάξο και εθεωρείτο
σύμβολο ευφορίας. Τελούνταν μάλιστα εορτές προς τιμήν της .
Υπάρχουν λοιπόν πάμπολλες μυθολογικές
αναφορές για τις σχέσεις Νάξου και Κρήτης. Ο μύθος και η πραγματικότητα
συμπλέκονται αναφορικά με την παρουσία και επιρροή του κρητικού
στοιχείου στο νησί της Νάξου κατά το απώτατο παρελθόν.
Στη Νάξο, ιδίως στην ορεινή, υπάρχει
αδιαμφισβήτητα μία ομοιότητα μεταξύ του εκεί γλωσσικού ιδιώματος και
εκείνου της Κρήτης. Έχει διατυπωθεί η εκτίμηση ότι η ομοιότητα αυτή δεν
αποδεικνύει την ύπαρξη κατά το παρελθόν μετακινήσεων πληθυσμών από την
Κρήτη προς τη Νάξο. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης το
φαινόμενο αυτό αποτελεί απλώς απόρροια του κοινού γλωσσικού υποστρώματος
Κρήτης – Κυκλάδων (κατ' αναλογία του Κύπρος – Δωδεκάνησα). Σύμφωνα
πάλι με τον διαπρεπή Έλληνα διαλεκτολόγο Νικόλαο Κοντοσόπουλο, ειδικό
ερευνητή της κρητικής διαλέκτου, πέραν του κοινού κρητο-κυκλαδικού
γλωσσικού υποστρώματος, στη Νάξο, το φαινόμενο της ομοιότητας του εκεί
ιδιώματος με την κρητική διάλεκτο είναι πιο έντονο σε σχέση με άλλα
νησιά των Κυκλάδων, λόγω των εκεί ομαδικών εγκαταστάσεων Κρητικών κατά
τους παρελθόντες αιώνες .
Όμως δεν είναι μόνον η γλώσσα, η οποία
αποτελεί ένδειξη για την καταγωγή των κατοίκων της ορεινής Νάξου, αφού
και η φυσιογνωμία και η ψυχοσύνθεση κατοίκων ορισμένων χωριών του νησιού
φαίνεται ότι προσομοιάζει περισσότερο με αυτήν των Κρητικών, παρά με
εκείνη των άλλων Κυκλαδιτών ή ακόμη και Ναξιωτών άλλων περιοχών. Αυτό θα
μπορούσε βεβαίως να αποδοθεί έως ένα βαθμό στον κοινό –ποιμενικό– τρόπο
ζωής τους, ωστόσο οι πολιτισμικές ομοιότητες μεταξύ των δύο πλευρών
είναι πολλές για να θεωρούνται απλώς συμπτωματικές και συνεπώς χρήζουν
διαλευκάνσεως.
Κρητικοί έποικοι στη Νάξο από τον Μεσαίωνα έως και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους
Σύμφωνα με ιστορικούς ερευνητές υπήρξαν
όχι ένα, αλλά πολλά και διαδοχικά κύματα εποικισμών Κρητικών στη Νάξο. Η
έλλειψη επαρκών αναφορών σε γραπτές πηγές για μαζικές εγκαταστάσεις
Κρητικών στο νησί κατά την Τουρκοκρατία προσανατολίζει την ιστορική
έρευνα στην εκδοχή της ελεύσεως των Κρητικών στη Νάξο κατά την
Βενετοκρατία ή -το πιθανότερο- κατά την προ του 1204 περίοδο,
προερχόμενων κυρίως από την κεντρική και τη δυτική Κρήτη .
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως
από τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας (1204) η Νάξος, όπως και η Κρήτη,
περιήλθε στην κυριαρχία των Βενετών, όχι όμως ως τμήμα της επικράτειας
της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, αλλά ως πρωτεύουσα του
Δουκάτου του Αιγαίου (1207-1566), ενός ανεξάρτητου κρατιδίου, υπό τη
διακυβέρνηση Βενετών και άλλων Βορειοϊταλών αυθεντών και την έως ένα
βαθμό κηδεμονία της Βενετίας. Έτσι αναπτύχθηκαν οι προϋποθέσεις για
στενές σχέσεις, εμπορικές και πολιτισμικές, μεταξύ των δύο νησιών.
Το 1212/1213 ο πρώτος δούκας της Νάξου,
Μάρκος Σανούδος, κάλεσε 20 αρχοντόπουλα από επιφανείς ελληνικές
οικογένειες της μεγαλονήσου να εγκατασταθούν στην επικράτειά του .
Επίσης, κατά την Βενετοκρατία φέρεται να εγκαταστάθηκαν μαζικά Κρητικοί
έποικοι στην Χώρα Νάξου, ιδρύοντας τον συνοικισμό του Νιό Χωριού .
Κρητικοί έποικοι συνέχιζαν να εγκαθίστανται στην Χώρα της Νάξου και κατά
τους επόμενους αιώνες. Επί παραδείγματι, το 1758 μαρτυρείται η ύπαρξη
Κρητικών στον Μπούργο της Χώρας Νάξου, κάποιοι εκ των οποίων ξυλοκόπησαν
άγρια Εβραίους εποίκους κατά τη διάρκεια διακοινοτικών ταραχών . Πολλά
έχουν ακουστεί και για εποικισμούς Κρητικών στη Νάξο μετά την πτώση του
Χάνδακα (1669) και μετά την αποτυχημένη Επανάσταση του Δασκαλογιάννη
(1770-1771), όμως ελάχιστα μπορούν από αυτά να επιβεβαιωθούν. Αυτό που
γνωρίζουμε πάντως είναι ότι πολυάριθμοι Κρητικοί πρόσφυγες αναζήτησαν
καταφύγιο στη Νάξο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως (εκεί
διενεργούσαν πειρατικές επιδρομές και ληστείες) , αλλά και κατά τους
πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους, πολλοί από τους οποίους ωστόσο
επέστρεψαν τελικά στη μεγαλόνησο .
Όμως δεν ήταν μόνον γηγενείς
Ελληνορθόδοξοι Κρητικοί που μετανάστευσαν στη Νάξο. Βενετοκρητικοί,
όπως οι Barozzi εκ Ρεθύμνης (1600) και οι Σανούδοι, μακρινοί συγγενείς
των πρώτων δουκών της Νάξου (1615), εγκαταστάθηκαν μετά την κατάλυση του
Δουκάτου του Αιγαίου στο νησί, τους οποίους δεν αποκλείεται ν’
ακολούθησαν και κάποιοι Κρητικοί χωρικοί, αν λάβει μάλιστα κανείς υπ’
όψιν του την παράδοση που θέλει τους Βενετούς να οργάνωσαν τον εποικισμό
χωριών της ορεινής Νάξου από βοσκούς που μεταφέρθηκαν από αλλού . Στη
Νάξο ήλθαν επίσης καθολικοί μοναχοί του τάγματος των Φραγκισκανών από
την Κρήτη, που εγκαταστάθηκαν κοντά στο χωριό Αγγίδια, ιδρύοντας τη μονή
του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (1535) . Μαζί πάντως με τους Λατίνους
μοναχούς άλλων ταγμάτων έφθασε στη Νάξο και το κρητικό θρησκευτικό
θέατρο , ενώ ο Ερωτόκριτος ήταν αρκετά οικείος στους κατοίκους της,
ιδίως δε στους Απεραθίτες .
Παρατηρείται λοιπόν μία σχεδόν
αδιάλειπτη παρουσία Κρητικών στη Νάξο από τα πανάρχαια χρόνια έως τις
ημέρες μας. Η φοίτηση του Νίκου Καζαντζάκη στην Γαλλική Εμπορική Σχολή
Νάξου στο Κάστρο της Χώρας και η εγκατάστασή του για ένα διάστημα στο
χωριό Εγγαρές στα τέλη του 19ου αιώνα, αποτελεί τη συνέχεια μίας
μακραίωνης παράδοσης εγκατάστασης, μόνιμης ή προσωρινής, Κρητικών στη
Νάξο. Στη συνέχεια παρατίθενται αναλυτικότερες πληροφορίες αναφορικά με
την κρητική παρουσία ή τις κρητικές πολιτισμικές επιδράσεις σε χωριά της
ορεινής Νάξου.
Απείρανθος (Απεράθου)
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφεί αναφορικά
με το γλωσσικό ιδίωμα της Απειράνθου (ή ορθότερα Απεράθου), του πιο
αναγνωρίσιμου ίσως χωριού του νησιού. Η ντοπιολαλιά της Απειράνθου έχει
αναμφίβολα έντονες ομοιότητες με εκείνη των Ανωγείων, καθώς και με
εκείνη των Σφακίων. Έτσι εδώ γίνεται επιγραμματική μόνο αναφορά σχετικά
με την καταγωγή των Απεραθιτών. Στο ίδιο το χωριό οι απόψεις αναφορικά
με τον χρόνο και κυρίως με την έκταση του θρυλούμενου κρητικού
εποικισμού διίστανται. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έλαβε χώρα μαζικός
εποικισμός Κρητικών κατά την Τουρκοκρατία (πτώση Κρήτης, Επανάσταση
Δασκαλογιάννη) ή και πολύ νωρίτερα (π.χ. στη Βενετοκρατία ή ακόμη στην
Αραβοκρατία), ενώ άλλοι θεωρούν εαυτούς αυτόχθονες και ότι μεμονωμένες
μόνο εγκαταστάσεις Κρητικών ίσως έλαβαν χώρα στο χωριό τους (π.χ.
Αρχοντάκης, Πρωτοπαπαδάκης, Φραγκούλης, Κρητικός,), αδυνατώντας ωστόσο
να ερμηνεύσουν πειστικά το φαινόμενο και να εντοπίσουν την πηγή των
πασιφανών υφισταμένων ομοιοτήτων μεταξύ του ιδιώματος της Απεράθου και
ιδιωμάτων των προαναφερθεισών περιοχών της Κρήτης. Υπάρχει και η άποψη
ότι το χωριό προϋπήρξε κάποιων ενδεχομένως εκτεταμένων εποικισμών από
βοσκούς Κρητικούς, οι οποίοι και του έδωσαν το γνωστό χαρακτηριστικό
ιδίωμα, όμως και αυτό δεν έχει τεκμηριωθεί και αποτελεί εικασία. Ίσως
πάλι την απάντηση στο όλο ζήτημα να την δίνει η απεραθίτικη παράδοση:
«Τα Κρητικόπουλα με το βασιλιά ντωνε κάνουσιν έφοδο τη νύχτα, πκιάνουσι
ντο βασιλιά, βρίσκου γκαί τη βασίλισσα. Ετότες επομείνασι στ’ Απεράθου
εφτά οικογένειες Σφακιανοί οπού τα παλικάρια του βασιλιά τση Κρήτης και
έχτίσα ντο χωριό μας» . Γεγονός πάντως σε κάθε περίπτωση παραμένει ότι
τ’ Απεράθου, ένα ιδιαίτερα γραφικό ορεινό χωριό, χτισμένο σε ύψος 620
μέτρων, θυμίζει στον ανυποψίαστο επισκέπτη έντονα την Κρήτη και ιδίως τ’
Ανώγεια, κυρίως διότι είναι χωρίς αμφιβολία το χωριό με τα περισσότερα
σήμερα “κρητικίζοντα” γλωσσικά στοιχεία συγκριτικά με όλη τη Νάξο.
Δανακός
Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, ανάμεσα στο
στ’ Απεράθου και το Φιλώτι βρίσκεται ένα μικρό γραφικό χωριουδάκι, ο
Δανακός, γνωστός για την περίφημη πηγή και τον πλάτανό του, κάτω από τον
οποίο κάθε καλοκαίρι έρχονται για να πραγματοποιήσουν συναυλίες γνωστοί
Κρητικοί καλλιτέχνες. Η ντοπιολαλιά του Δανακού είναι παρόμοια με
εκείνη της Απειράνθου , κάτι που ερμηνεύεται ως προϊόν του εποικισμού
του χωριού από Απεραθίτες .
Φιλώτι
Πιο κάτω, σε υψόμετρο 400 περίπου
μέτρων, στις βόρειες υπώρειες του όρους “Ζας” (1.004 μ.) είναι χτισμένο
το Φιλώτι, κεφαλοχώρι 1.700 κατοίκων, το μεγαλύτερο της Νάξου και των
Κυκλάδων. Δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα εκτενής λόγος αναφορικά με την
ενδεχόμενη πολιτισμική συνάφεια μεταξύ των Φιλωτιτών και των Κρητικών
και δη των κατοίκων του νομού Ρεθύμνης. Γι’ αυτό και εδώ γίνεται
ιδιαίτερη αναφορά σε αυτό το φαινόμενο.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι
το Φιλώτι, όπως και όλη η Νάξος, είχε κατά τους νεώτερους χρόνους
ιδιαίτερες σχέσεις, οικονομικές και πολιτισμικές, με τη Μικρά Ασία και
με την Κωνσταντινούπολη, ιδίως δε με τα Βουρλά, όπου υπήρχε τον 19ο και
στις αρχές του 20ου αιώνα ακμάζουσα φιλωτίτικη παροικία. Επίσης
σημαντικό μέρος των κατοίκων του Φιλωτίου θεωρείται ότι έχει καταγωγή
από τη Μικρά Ασία, όπως και από άλλα νησιά (π.χ. Χίος), ενώ και η
σημερινή τοπική παραδοσιακή μουσική (όπως και όλης της Νάξου)
προσομοιάζει μάλλον με εκείνη των υπολοίπων νησιών των Κυκλάδων και του
Αιγαίου, καθώς και με εκείνη της Μικράς Ασίας. Κάτι ανάλογο συμβαίνει
και με τις τοπικές παραδοσιακές φορεσιές, καθώς και με άλλα υλικά
στοιχεία του τοπικού λαϊκού πολιτισμού.
Ωστόσο, το φιλωτίτικο ιδίωμα, το οποίο
διατηρείται ακόμα και σήμερα από τους ντόπιους βοσκούς, μας θυμίζει
έντονα την κρητική ντοπιολαλιά και ιδίως τη ρεθεμνίωτικη. Στο τοπικό
λεξιλόγιο εντοπίζονται λέξεις κοινές ή παρεμφερείς με αντίστοιχες της
κρητικής διαλέκτου, όπως: κοπέλια, κοπε(λ)ούδες, είντα, γιάντα, επά,
εκειά, ετού σατά, ετσά, πέμπω, θωρώ, θαρρώ, πολεμώ, αξανοίω, φιλιότσα,
σάντου(λ)ος, ζο, ζού(λ)α, βουλισμένος, τράφος, μητάτο, πρινιά, πάσπαρος,
μελιντάκοι, κατσιφάρα, κεφαλή, αθρώποι, ξενομπασάρης κ.ά. Επίσης, όπως
και σε χωριά του νομού Ρεθύμνης, πολλές φορές προστίθεται στο τέλος των
ρημάτων η χαρακτηριστική συλλαβή –νε (πάμενε, ήρθαμενε, είχαμενε,
είχενε). Επιπλέον σε παρελθοντικούς χρόνους έχομε αυξήσεις του τύπου:
ήπηρα, ήφερα, ήφαα, ηδιάηκα κτλ, κατά το δυτικοκρητικό πρότυπο. Επίσης,
σε κάποιες περιπτώσεις το ”λ” της νεοελληνικής κοινής μετατρέπεται σε
“ρ” (π.χ. το βόρτο, ο Αρβανός), ενώ το “γ”, εβρισκόμενο στην αρχή μιάς
λέξης, μπορεί κάποτε και να μην προφέρεται (π.χ. ο “άδαρος”). Σύμφωνα
πάντως με τους γλωσσολόγους, στο Φιλώτι εντοπίζονται στοιχεία του
βορείου ελλαδικού γλωσσικού ιδιώματος ή μάλλον του ημιβορείου ,
φαινόμενο που ωστόσο απαντάται και σε περιοχές της δυτικής Κρήτης .
Δυτικοκρητική θεωρείται και η εν χρήσει στο Φιλώτι κατάληξη –ντωνε, της
κτητικής αντωνυμίας πληθυντικού . Το πλέον όμως χαρακτηριστικό στοιχείο
του φιλωτίτικου ιδιώματος θεωρείται η αποβολή του “λ”, όταν βρίσκεται
μπροστά από ορισμένα φωνήεντα (π.χ. το μουάρι, ο Νικόας, ο Μανοάτσης, τα
κοπεάτσα, ο στσύος = μουλάρι, Νικόλας, Μανωλάκης, κοπελάκια, σκύλος) ,
που απαντάται και σε χωριά του νομού Ρεθύμνης . Πιο συγκεκριμένα, το
φιλωτίτικο ιδίωμα θεωρείται παρόμοιο με εκείνο ορισμένων χωριών του
Μυλοποτάμου (Αξός, Λιβάδα, Ζωνιανά και Κράνα), όπου δεν προφέρεται το
“ρ” προ των φωνηέντων α, ο, ω, ου, όπως μας πληροφορεί ο Χουρμούζης
Βυζάντιος στα “Κρητικά” (1842) . Προς αυτήν την κατεύθυνση λοιπόν θα
πρέπει προφανώς να αναζητηθούν, βάσει των παραπάνω ενδείξεων, οι ρίζες
σημαντικής τουλάχιστον μερίδας κατοίκων του Φιλωτίου.
Μία ακόμη ένδειξη για τις “ειδικές”
σχέσεις του Φιλωτίου με την Κρήτη θα μπορούσε να είναι και ο σχετικά
μεγάλος κατ’ αναλογίαν αριθμός προσώπων που φέρουν το βαπτιστικό όνομα
“Μανώλης”, καθώς και απαντώμενοι τύποι βαπτιστικών, όπως “Γιώργης”,
“Στεφανής” κ.ά. Η ύπαρξη πάντως φιλωτίτικων επωνύμων, που θα μπορούσαν
να χαρακτηριστούν ως “κρητικά” (π.χ. Βασιλάκης, Μουστάκης, Κοττάκης,
Αρώνης, Βάβουλας, Δεμενεόπουλος, Μανιός ), φυσικά δεν συνεπάγεται
απαραιτήτως και προέλευση των φερόντων αυτά από την Κρήτη, δεδομένου
μάλιστα ότι ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις όπου υπάρχει καταγεγραμμένη
ιστορική μνήμη και οικογενειακή παράδοση για καταγωγή τους από τη
μεγαλόνησο. Όλα ωστόσο τα παραπάνω θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν την
“πρώτη ύλη” και το ερέθισμα για τη διεξαγωγή μίας μελλοντικής έρευνας
αναφορικά με την καταγωγή των κατοίκων του Φιλωτιού.
Το βέβαιο είναι ότι ο σημερινός
επισκέπτης αντικρίζει μία κατάσταση που μάλλον θυμίζει Κρήτη: ιδίωμα
(στον βαθμό που διατηρείται) παρόμοιο με εκείνο της περιοχής Ρεθύμνης,
άφθονη κατανάλωση ρακών, μπαλωθιές, αλλά και μέχρι προ τινος ζωοκλοπή
(κλεψά), ενώ οι κρητικές μαντινάδες που ακούγονται μέσα από τα ηχεία
διερχόμενων αγροτικών αυτοκινήτων τύπου 4X4, συνθέτουν ένα σκηνικό
ορεινής Κρήτης . Μάλιστα, το περασμένο καλοκαίρι (2009) για πρώτη φορά
ντόπια κοπέλια έπαιξαν στον πλάτανο του χωριού κρητική λύρα, η οποία
τείνει να καθιερωθεί ως τοπικό μουσικό όργανο, μαζί με το μικρασιατικής
προελεύσεως βιολί και την αρχέγονη τσαμπούνα (ασκομπαντούρα). Επίσης,
στο Φιλώτι, όπως και στην ευρύτερη ορεινή Νάξο (ιδίως στ’ Απεράθου),
υπάρχει παράδοση μαντινάδων, που ονομάζονται στο τοπικό ιδίωμα
“κοτσάκια” .
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι Κρητικοί
μουσικοί επιλέγουν τη Νάξο, ιδιαίτερα την ορεινή, για συναυλίες,
δεδομένου ότι εκεί συναντούν σημαντική απήχηση. Το γεγονός πάντως αυτό
είναι ίσως ενδεικτικό της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσης μεγάλου
τμήματος των Φιλωτιτών και άλλων ορεινών Ναξιωτών, ιδίως βοσκών, οι
οποίοι εκφράζονται μέσα από την κρητική μουσική και την επιλέγουν ως
άκουσμά τους, μολονότι αυτή δεν αποτελεί μέρος της τοπικής τους
παράδοσης. Ίσως να υποβόσκει λοιπόν κάτι άλλο που να τους ασκεί έλξη
αναφορικά με την Κρήτη και τον πολιτισμό της. Και αυτό μπορεί να
συνοψιστεί και να αποτυπωθεί ανάγλυφα στην έκφραση που μπορεί ν’ ακούσει
κανείς από Φιλωτίτες βοσκούς, όταν εκείνοι αναφέρονται στους Κρητικούς:
ότι “συγγενοπέφτομε”.
Οι Φιλωτίτες πάντως θεωρούνται από τους
άλλους Ναξιώτες ως αρκετά θερμόαιμοι, τραχείς και υπερήφανοι, με έντονες
τάσεις ανεξαρτησίας. Διατηρούν ισχυρούς -κατά κανόνα- τους μεταξύ τους
συγγενικούς δεσμούς, ενώ διακρίνονται για το φιλότιμό τους και, όποτε
τους δοθεί ευκαιρία, αποδεικνύουν τον φιλόξενο χαρακτήρα τους. Η όποια
λοιπόν συνάφεια της ψυχοσύνθεσης Φιλωτιτών και Κρητικών και κυρίως η
ομοιότητα του φιλωτίτικου ιδιώματός με εκείνο χωριών του νομού Ρεθύμνης
και δη του Μυλοποτάμου, όπου υπάρχει μάλιστα κοινό μυθολογικό και
λαογραφικό υπόστρωμα (κοινή προέλευση Αξού και Νάξου, Ιδαίον Άντρον -
σπήλιος του Ζου - σπηλιά του Ζα), στρέφει εκ των πραγμάτων την
επιστημονική έρευνα προς στις υπώρειες του Ψηλορείτη. Οι όποιες
πολιτισμικές ομοιότητες μεταξύ Φιλωτίου Νάξου και χωριών του
Μυλοποτάμου, εβρισκομένων μάλιστα στην πάλαι ποτέ εδαφική επικράτεια της
αρχαίας Αξού ή Οάξου , όπου υπάρχουν ιερές για τους αρχαίους τοποθεσίες
που συνδέονται με τη λατρεία του Διός, μπορεί να αποτελούν μία απλή
σύμπτωση. Ίσως όμως και όχι. Μία ενδελεχής μελλοντική επιστημονική
έρευνα θα μπορούσε να αποδείξει το τι πραγματικά ισχύει.
Επίλογος
Εκτός από το Φιλώτι, τ’ Απεράθου και τον
Δανακό, υπάρχουν και άλλα χωριά, στα οποία θεωρείται ότι έχει λάβει
χώρα κατά το παρελθόν κάποια εγκατάσταση Κρητικών εποίκων, μικρής ή
μεγαλύτερης κλίμακας, όπως η Κωμιακή (επώνυμα Μπιτζηλάκης / Βιτζηλαίος,
Κρητικός), ο Κυνίδαρος (επώνυμα Κλουβάτος;, Λεγάκης;, βαπτιστικό
Μανούσος), αλλά και το Χαλκί και τα πέριξ χωριά (Μπαρότσης, Βενιεράκης;,
Βασαλάκης;, Μαράκης;, Λαμπαδάκης;, Λεκάκης;). Ωστόσο το φαινόμενο αυτό
δεν περιορίζεται στην κεντρική και ορεινή Νάξο, αφού θεωρείται ότι έχουν
γίνει τέτοιου είδους μετακινήσεις και σε πεδινότερες περιοχές, όπως
στις Μέλανες (π.χ. Βασιλάκης), συμπεριλαμβανομένης, όπως έχει
προαναφερθεί, της Χώρας Νάξου (π.χ. Μελισσηνός, Κουτσογιαννάκης).
Το παρόν άρθρο δεν διεκδικεί περγαμηνές
επιστημονικής εγκυρότητας ακαδημαϊκού επιπέδου, ούτε προσπαθεί να
αποδείξει μία κατ’ ανάγκην καταγωγή των κατοίκων της ορεινής Νάξου από
την Κρήτη. Επιχειρεί απλώς μιά γνωριμία για το ευρύ κοινό του άγνωστου
εν πολλοίς πολιτισμικού τοπίου της ορεινής Νάξου (ιδίως του Φιλωτίου,
τόπου καταγωγής μου) και των ενδεχόμενων σχέσεών του με εκείνο της
Κρήτης και ιδίως της περιοχής Ρεθύμνης, με την ελπίδα να γίνει η αφορμή
για μία περαιτέρω έρευνα επί του ζητήματος από πιο ειδικούς,
εντοπίζοντας παράλληλα πιθανές κατευθύνσεις προς τις οποίες θα μπορούσε
να προσανατολιστεί μία τέτοια έρευνα.
Το αν όλες οι παραπάνω ομοιότητες
σημαίνουν και κάτι το ιδιαίτερο για τις σχέσεις των κατοίκων των δύο
νησιών ή αν απλώς αποτελούν συμπτώσεις, αυτό είναι κάτι που επαφίεται
στην κρίση του αναγνώστη. Μέχρι πάντως η επιστήμη (ιστορία, λαογραφία,
γλωσσολογία, βιολογία) να καταλήξει σε τελεσίδικα συμπεράσματα, μπορούμε
να εξακολουθούμε να λέμε ότι απ’ ό,τι φαίνεται, μάλλον
“συγγενοπέφτομε”.
Θανάσης Δ. Κωτσάκης Οδοιπορικό στην ορεινή Νάξο: γεύση από άρωμα Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου