Τρίτη 17 Απριλίου 2012

"Έφυγε" ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής Δημήτρης Μητροπάνος.

Μία σπουδαία φωνή του ελληνικού πενταγράμμου έσβησε την Τρίτη. Ο Δημήτρης Μητροπάνος «έφυγε» σε ηλικία 64 ετών
. Σύμφωνα με πληροφορίες, έπαθε έμφραγμα το πρωί και μεταφέρθηκε στο Υγεία. Εκεί οι γιατροί μετά από προσπάθειες τον επανέφεραν, αλλά τελικά "έφυγε" από πνευμονικό οίδημα.
 Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Mονή Τρικάλων στις 2 Απριλίου του 1948. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο άρχισε να δουλεύει σαν τραγουδιστής. 
Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, επισκέφθηκε την εταιρεία Κολούμπια. Εκεί γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο δούλεψε στα 
                       Δημήτρης Μητροπάνος ΠΑΝΤΑ ΓΕΛΑΣΤΟΙ
ΟΣΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΟ ΓΙΝΑΝ ΦΙΛΟΙ..

«Ξημερώματα». Όταν αναφερόταν στον Γ.Ζαμπέτα έλεγε πως ήταν «ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα». 
Το 1966 συνεργάστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη, ερμηνεύοντας μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο. Το 1967 ηχογράφησε τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη». 
Το 1972, χρονιά-σταθμός στην καλλιτεχνική του πορεία, συνεργάστηκε με τον Δήμο Μούτση και τον Μάνο Ελευθερίου στον «Άγιο Φεβρουάριο». 
Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης, Χρήστος Νικολόπουλος, Γιάννης Σπανός ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '80. 
Η συμμετοχή του σε δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου και Νίκου Πορτοκάλογλου ανέδειξαν εκείνη την εποχή την ευρεία γκάμα της ερμηνείας του και προανήγγειλαν μια στροφή στον τρόπο ερμηνείας του, που οδήγησε σε μια σειρά από δίσκους που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. 
Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο «Στου Αιώνα την Παράγκα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, ήταν η στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο «έντεχνες» διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού.


Η τελευταία του συνέντευξη...


Ο Δημήτρης Μητροπάνος, σε μία απο τις τελευταίες του συνεντεύξεις τον περασμένο Δεκέμβριο για το περιοδικό DOWΝ TOWN, μίλησε στην Κάλλια Καστάνη για τα πέτρινα χρόνια, το τραγούδι, την πολιτική και το θάνατο...
"Δεν έμαθα ποτέ μουσική..."


Το τραγούδι, λέει ο Μητροπάνος, δεν του το ΄μαθε κανένας. Το ΄μαθε μόνος του από τις καντάδες, στις γειτονιές. Κι από ένα ραδιόφωνο που έπαιζε Τσιτσάνη, Μάρκο και Καζαντζίδη. «Δεν έμαθα ποτέ μουσική, δεν ξέρω μουσική. Δεν ξέρω που γράφεται το ντο, δεν ξέρω κανένα όργανο, δεν ξέρω τίποτα. Μια φορά αποφάσισα να μάθω λίγη κιθάρα, και πήγα στον Γεράσιμο τον Μηλιαρέση, έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες. Αυτός όμως το ΄δε να με κάνει Σεγκόβια !«Είναι κρίμα», μου’ λεγε «έχεις καταπληκτικά χέρια, έχεις ταλέντο». Τον χαιρέτησα κι έφυγα. Δεν το ‘χα σκοπό να μάθω, ούτε διάθεση - είχα το σχολείο μου, είχα τόσα πράγματα δεν ήθελα να βάλω κι άλλο μπελά στο κεφάλι μου. Βέβαια, τόσα χρόνια που δουλεύω, με τόσους κιθαρίστες, κάτι θα μπορούσα να ΄χω πιάσει. Ε, τεμπελάκος ήμουνα, τ’ άφησα και πέρασε έτσι το πράγμα….»
 "Είμαι χορτάτος..."
Για τον εαυτό του δεν φοβάται; «Για μένα ; Όχι. Τι να φοβηθώ ; Χορτάτος είμαι. Στη ζωή μου και καλά πέρασα και άσχημα πέρασα και «πέρα» πήγα και γύρισα. Όλα τα ΄κανα»
Δηλώνει «πάντα αριστερός και ΚΚΕ». Θρήσκος δεν είναι, ομολογεί όμως πως είδε το «χέρι του Θεού», στη ζωή του. Που ; «Στο θέμα της υγείας μου κατ’αρχήν. ΄Οταν πήγε ο σταφυλόκκοκος στο αίμα και πειράχτηκε το νεφρό μου, όλοι με είχαν για ξεγραμμένο. Χρειάστηκε να πάω στη Γαλλία για να μου πουν πως η μεταμόσχευση ήταν μια υπόθεση ρουτίνας…Είναι όμως κάποιες εξήντα μέρες, στο νοσοκομείο – εκεί στην πρώτη νοσηλεία μου, πριν την επέμβαση – που οποίες δεν υπάρχουν καν στο μυαλό μου. Δεν ήμουν σε κώμα, αλλά δεν γνώριζα, δεν επικοινωνούσα με κανένα, έλεγα περίεργα πράγματα, είχα παραισθήσεις. Είναι σαν να μην τις έζησα ποτέ αυτές τις μέρες - μου τις διηγηθήκανε μετά. Αν συμφιλιώθηκα με την ιδέα του θανάτου ; Δεν ξέρω, δεν κουβέντιασα ποτέ με τον εαυτό μου τέτοια πράγματα, ούτε με απασχόλησαν ποτέ. Ένα γεγονός της ζωής είναι και ο θάνατος. Κάποτε, μοιραία, θα έρθει. Την ανημπόρια δεν θέλω εγώ. Αυτό, φοβάμαι περισσότερο απ’όλα. Αυτό, μόνο».
Λίγο αμήχανα, σαν να απολογείται, μου λέει πως ζει μια «απλή ζωή» - διαβάζει, βλέπει φίλους, κουβεντιάζει με τις κόρες του – την 17χρονη Αναστασία και τη 14χρονη Μυρσίνη, τις «αδυναμίες» του. Γήπεδο και μπάλα, που και που, λίγη τηλεόραση – ειδήσεις κυρίως και ταινίες. Reality και talent shows δε βλέπει. «Αυτά γίνονται για να τα βλέπει ο κόσμος και να γελάει. Πάνε κάτι άσχετοι και κρίνουνε το φόρεμα της τραγουδίστριας, και πως δεν πρέπει να είναι ο τραγουδιστής κοντός, ή χοντρός ή φαλακρός γιατί είναι λέει αντιαισθητικό. Οπα ! Εν αρχή ην η φωνή και μετά πάμε για τα υπόλοιπα. Δεν κατάλαβα δηλαδή πρέπει να είμαστε όλοι Ρουβάδες ; Εντάξει ο Ρουβάς έτυχε να είναι αυτός που είναι και μπράβο του. Πέρα από κει τι γίνεται ;»
Λαϊκό τραγούδι ; Γίνεται ; «Όχι. Το τραγούδι είναι μια σύνθετη υπόθεση, Θέλει παρέα. Αυτή η απομόνωση τώρα, που όλα τα παιδιά έχουν στο σπίτι τους, κομπιούτερ και ηχοσύστημα δεν θα φτιάξει ποτέ λαϊκό τραγούδι. Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι κλασική μουσική, θέλει ψυχή, πόνο και μοίρασμα. Αμα διαβάσεις ιστορίες το πως γράφανε οι παλιοί, θα καταλάβεις. Μαζευόντουσαν π.χ. πέντε – έξι, ο Παπαϊωάννου, ο Μπιθικώτσης και λέγανε «σήμερα, θα πάμε στου Τσιτσάνη». Και πηγαίνανε, κάθονταν, τρώγανε, πίνανε, πιάναν τα μπουζούκια τους και σκαρώνανε μελωδίες και στιχάκια. Τώρα ο καθένας ζει μόνος του. Πώς να γίνει το τραγούδι ;»
Σαρανταπέντε χρόνια τραγουδάει. Το συνήθισε ή ακόμα; «Όχι. Και τρακ έχω πριν βγω στην πίστα– δε φεύγει αυτό. Ποτέ. Θυμάμαι, μια φορά είχε έρθει στο κέντρο ο Μπιθικώτσης να με δει και έκατσε πρώτο τραπέζι φάτσα κάρτα. Τρέμανε τα πόδια μου εμένα – και ήμουνα και πενήντα χρονών, δεν ήμουνα κανά παιδάκι. Αλλά εντάξει…Ηταν ο Μπιθικώτσης! Να, τέτοια τρακ έχω. Αν μου έχει περάσει από το μυαλό να αποσυρθώ ; Βεβαίως ! Πάντα έλεγα «σε πέντε χρόνια θα σταματήσω το τραγούδι»….»
Ο ΖΑΜΠΕΤΑΣ, Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΙΚΗΣ
Ενας «μεγάλος λαϊκός», που δεν ξέρει να διαβάζει νότες ; Κι όμως υπάρχει. Και είναι ο ο ίδιος που – ειρωνεία !- ομολογεί πως «Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής – αρχιτέκτονας, αυτό ήταν το όνειρό μου. Από ανάγκη, ξεκίνησα το τραγούδι. ΄Επρεπε να κάνω μια δουλειά για να βοηθήσω την οικογένεια. Να σπουδάσω, έτσι κι αλλιώς μου ήταν απαγορευμένο. Εννιά δέκα χρονών, με φώναξαν στην Ασφάλεια και μου ‘παν «Κοίτα, βρες καμιά τέχνη γιατί για να σπουδάσεις, ξέχασέ το. Ο πατέρας σου ήταν κομμουνιστής, ο θείος σου κομμουνιστής, χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων, δεν θα πάρεις…». Δεν έκλαψα, ούτε θύμωσα. Σκέφτηκα μόνο «εντάξει, θα κάνω ό,τι κάνω, αλλά σ’ αυτό που θα κάνω θα πετύχω για να σας δείξω…». Μετά, κάθε μέρα, πήγαινα, έπαιρνα την Αυγή, την έβαζα παραμάσχαλα, και πέρναγα καμαρωτός έξω από την Ασφάλεια. Σαν να τους έλεγα «αν σας βαστάει, κλείστε με φυλακή ρε!». Πέρασαν χρόνια μέχρι να ερωτευτώ το τραγούδι. Πολλά χρόνια. Εντάξει, από μικρός που ΄μουνα μου ‘λεγαν «τραγουδάς καλά». Μου άρεσε το τραγούδι αλλά για επάγγελμα δεν το ‘θελα. Πότε αποφάσισα πως αυτή θα είναι η δουλειά μου ; Ουου, χρόνια μετά τον πρώτο δίσκο μου – μην σου πω και δέκα χρόνια! ΄Ημουνα όμως και τυχερός στη δισκογραφία μου. Σκέψου, πρώτος δίσκος με τον Ζαμπέτα. Δουλέψαμε τρία χρόνια μαζί, τρία πολύ σημαντικά χρόνια. Ο Ζαμπέτας μου στάθηκε σαν πατέρας. Εκείνος με δίδαξε – πέρα από το τραγούδι- και τη συμπεριφορά απέναντι στο τραγούδι : πώς να αντιμετωπίζω τους συναδέλφους μου, το πάλκο, τα πάντα - πράγματα ουσίας για ένα παιδί δεκαοκτώ χρονών. Σκέψου, όταν πρωτοπήγα να δουλέψω, στα «Ξημερώματα» πήγαινα σχολείο ακόμα. Κάθε βράδυ στις 11.30 μου ‘λεγε «μικρέ τράβα φύγε, κοιμήσου, για να πας το πρωί στο σχολείο». Αν καυγαδίσαμε ποτέ ; Όχι. Το μόνο που μου ‘λεγε ήταν «Πες μου τώρα με τα πολιτικά τι γίνεται – αλλά όχι κουμμουνιστικά ε ; Κανονικά!».
Αν ο Ζαμπέτας ήταν «ο πατέρας», ο Καζαντζίδης ήταν το είδωλό του. Λέει πως πήγε ένα βράδυ να τον δει στην «Τριάνα» του Χειλά, κι έκατσε όλη νύχτα να τον ακούει. ΄Ορθιος. Για να βλέπει καλά. «΄Ετυχε να τον γνωρίσω κιόλας. Ενας φίλος του θείου μου, ήταν φίλος του και συναντηθήκαμε στο σπίτι του, στην Κνωσσού, που έμενε με τη Μαρινέλλα. Αν του τραγούδησα ; Τι να τραγουδήσω! Για να μου δώσει θάρρος ξεκίνησε να τραγουδάει αυτός – χαζός ήμουνα εγώ να τραγουδήσω μετά; Καθόμουνα και τον άκουγα!».
Θυμάται γελώντας πως στα 18 του, που γύριζε την Ελλάδα, για συναυλίες με τον Θεοδωράκη, σταματούσαν στις ταβέρνες να φάνε κι εκείνος έτρεχε κι έβαζε στα τζουκ μποξ ν’ ακούσει Καζαντζίδη – «μα καταλάβαινα εγώ, τότε, τι σήμαινε Μίκης ;» Μερικές φορές, η Ιστορία, γράφεται με κενά, ψιλά γράμματα και ημερομηνίες - υστερόγραφα
«Χειμώνας του ’71. Φαντάρος ήμουνα τότε, στην Αλεξανδρούπολη. Για να μπω στο στούντιο, ζήτησα και πήρα μια τετραήμερη άδεια. Σκέψου πως από τον Άγιο Φεβρουάριο εγώ δεν άκουσα τίποτα. ΄Ηρθα, τραγούδησα, έφυγα και γύρισα άρον άρον στο στρατόπεδα. Κι έτσι βγήκε αυτός ο δίσκος του Μούτση που εγώ θεωρώ πως – μαζί με το «Στου αιώνα την παράγκα» – είναι ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς στην καριέρα μου….»
Η επιτυχία, η καθιέρωση θα ‘ρχόταν μετά, με τα «ερωτικά» λαϊκά του, με τις υπογραφές του Μουσαφίρη, του Παπαβασιλείου. Και μαζί, τα λεφτά, η δόξα, οι γυναίκες. «Αν έκανα αλητείες ; Και βέβαια έκανα ! Και πολλές μάλιστα! ΄Επινα πολύ, ξενύχταγα πολύ – στα πρωινά «μαγαζιά», με τα μπουζούκια ήμουνα ο καλύτερος πελάτης. Τέσσερις το πρωί τέλειωνα τη δουλειά και συνέχιζα - δώδεκα το μεσημέρι πήγαινα για ύπνο. Ναι, έκανα αλητείες, εντάξει. Αλλά τις έκανα για μένα, γιατί το ευχαριστιόμουνα εγώ. Και γυναίκες κυνήγησα και για γυναίκες πόνεσα – δεν νομίζω να υπάρχει κανένας που δεν το ‘κανε. Δεν ξέρω αν μετρούσε το ότι ήμουνα τραγουδιστής, εμένα μια φορά δεν με αφορούσε. Κάποιες φορές το εκμεταλλεύτηκα – μη λέμε και ψέματα – δεν ήταν όμως στόχος μου αυτός. Πιο πολύ με ενδιέφερε ας πούμε, ο Ολυμπιακός, από κάποια άλλα πράγματα…»
Παντρεύτηκε, χώρισε, γύρισε. Ξαναπαντρεύτηκε. Εικοσιπέντε χρόνια τώρα, τα τραγούδια του τα ερωτικά, σε κείνη τα αφιερώνει. «Η Βένια, είναι ο άνθρωπός μου – ο άνθρωπος που μοιράζομαι τη ζωή μου. Την αγαπάω πολύ, με αγαπάει κι εκείνη και ας πέρασε τα πάνδεινα από μένα. Αυτό».

Δεν υπάρχουν σχόλια: