Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Παρουσίαση του βιβλίου του Αλέκου Φλωράκη «Η μαρμαρογλυπτική στη Νάξο από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα»

Δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, τ. Διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών Παρουσίαση του βιβλίου του Αλέκου Φλωράκη «Η μαρμαρογλυπτική στη Νάξο από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα» στην (Αίθουσα Εκδηλώσεων του Συλλόγου Φιλωτιτών, την Τετάρτη 13 Μαΐου 2015 και ώρα 7 μ.μ.,  Χριστοκοπίδου 9, στου Ψυρρή)
Eυχαριστώ την Ομοσπονδία Ναξιακών Συλλόγων (Ο.Ν.Α.Σ.) και τον Σύλλογο Φιλωτιτών Νάξου (Σ.Φ.Ν.) για την πρόσκληση να παρουσιάσω το νέο βιβλίο του Δρ. Εθνολόγου- Λαογράφου και ποιητή Αλέκου Φλωράκη  «Η μαρμαρογλυπτική στη Νάξο από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα».....
Eίναι γνωστό ότι λαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία είναι έκδηλη στην παραγωγή της χειροτεχνίας και της διακοσμητικής, όπως εκφράζεται μέσα από την ζωγραφική, την ξυλογλυπτική, την λιθογλυπτική, την κεντητική, την υφαντική, την αργυροχρυσοχοΐα, την μεταλλοτεχνία, την κεραμική και άλλες τέχνες. Τα έργα της, άρρηκτα δεμένα με τις καθημερινές πρακτικές ανάγκες αλλά και τις αντιλήψεις του απλού λαού για τη ζωή και τον κόσμο, χαρακτηρίζονται από τα βασικά γνωρίσματα όλων των εκδηλώσεων του λαϊκού πολιτισμού: επανάληψη των διακοσμητικών σχεδίων-μίμηση, ομαδική έκφραση, συνήθως ανωνυμία. Βεβαίως η ανωνυμία αυτή είναι πλασματική, εφ' όσον είναι γνωστό ότι κάθε δημιούργημα έχει τον δημιουργό του, τον λαϊκό καλλιτέχνη που με τις δεξιότητές του εκφράζει το πνεύμα της ομάδας στην οποία ανήκει, της εποχής του και τις προσωπικές του αντιλήψεις. Συχνά οι προσωπικές καλλιτεχνικές ευαισθησίες άφηναν τα ίχνη τους ανεξίτηλα στο δημιούργημα και το γεγονός αυτό δημιουργούσε τη μοναδικότητα του έργου λαϊκής έμπνευσης και δημιουργίας. Με το πέρασμα του χρόνου η δυνατότητα αντιγραφής προτύπων και σχεδίων περιόρισε την δημιουργική φαντασία των δημιουργών και οδήγησε σε συγκεκριμένα πρότυπα (μοτίβα), τα οποία πλέον ανταποκρίνονται σε κωδικοποιημένα τοπικά προϊόντα χειροτεχνίας. Έτσι σήμερα τα έργα λαϊκής χειροτεχνίας διακρίνονται από την επανάληψη-μίμηση σχεδίων και έχουν χαρακτήρα μουσειακό και ιστορικό, με εξαίρεση ίσως τις εκκλησιαστικές τέχνες (ξυλογλυπτική, μαρμαροτεχνία, αργυροχρυσοχοΐα και κεντητική) που εξακολουθούν να εξυπηρετούν τη λειτουργική αποστολή τους. Μεγάλο μέρος των έργων της λαϊκής χειροτεχνίας βρίσκεται σήμερα σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές ή διασώζεται σε κατοικίες, ως διακοσμητικά πλέον στοιχεία, αποκομμένα από την αρχική αποστολή και το περιβάλλον τους.
Η λιθογλυπτική αποτελεί από την αρχαιότητα τέχνη συνδεδεμένη με την οικοδομική. Διακοσμεί λειτουργικά αρχιτεκτονικά μέλη, όπως υπέρθυρα, φεγγίτες, παραστάδες, κρήνες, μνημεία και λατρευτικούς χώρους, ναούς, κοιμητήρια, ηρώα κ.λπ. Οι δημιουργοί της, μαρμαράδες ή αλλιώς «πελεκάνοι», εκτός από τα εργαστήριά τους μετακινούνταν και σε μακρινές αποστάσεις και φιλοτεχνούσαν έργα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά η λιθογλυπτική μπορεί να διακριθεί σε εκκλησιαστική και κοσμική, σε ηπειρωτική και νησιωτική, σε μνημειακή και χρηστική κ.ο.κ..
Στην ηπειρωτική Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι δεν έχουν δημιουργηθεί εστίες τεχνιτών της λιθογλυπτικής, τα έργα που διακοσμούν ναούς και αρχοντικά ή βρύσες, συγκεντρωμένα συνήθως σε ορισμένες περιοχές με αξιόλογη αρχιτεκτονική παράδοση, όπως το Πήλιο, παρουσιάζουν έντονες τεχνοτροπικές διαφορές, που υπογραμμίζουν τις διαφορετικές αφετηρίες των πελεκάνων, αυτοδίδακτων στο σύνολό τους.
Αυτό δεν ισχύει για τον νησιωτικό χώρο, όπου η Πάρος, η Τήνος, η Χίος, αλλά και η Κρήτη, υπήρξαν ανέκαθεν εστίες λιθογλυπτικής με ιδιαίτερη παράδοση στην γλυπτική του μαρμάρου. Τα εργαστήρια που αναπτύχθηκαν στα νησιά που διέθεταν πλούσια αποθέματα μαρμάρου, λευκού ή χρωματιστού ήταν συνήθως, για ευνόητους λόγους, κοντά στα νταμάρια, τις πελεκανιές ή λατομεία, και ανήκαν σε συγκεκριμένες οικογένειες πελεκάνων, οι οποίες κληρονομικά «παρέδιδαν» το επάγγελμα και τα μυστικά της  τέχνης από γενιά σε γενιά. Τα εργαστήρια αυτά παρήγαν επί τόπου έργα κατά παραγγελία, αλλά και οι τεχνίτες σε ομάδες ταξίδευαν αναζητώντας εργασία στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και της Μ. Ασίας. Πελάτες τους ήσαν κυρίως οι κατασκευαστές ναών και μνημειακών κτισμάτων αλλά και ιδιώτες. Τα έργα τους ξεκινούσαν από πελεκητό μάρμαρο για τις γωνίες και τους ορθοστάτες των ναών και των οικιών, μέχρι τα απλά ή περίπλοκα λιθανάγλυφα στα τέμπλα, στα υπέρθυρα, στα παράθυρα και τους φεγγίτες, στο ιερό των ναών, στις επιτύμβιες πλάκες και τις βρύσες. Τα θέματα που λάξευαν πάνω στην πέτρα ή το μάρμαρο αντλούσαν από τον φυσικό κόσμο (φυτά, ζώα, ανθρώπινες μορφές), αλλά και από την παράδοση και τους συμβολισμούς της εκκλησιαστικής ζωής (κυπαρίσσια, άμπελος, ελάφια, πουλιά, κ.λπ.), της μυθολογίας κ.λπ.  
Ο συγγραφέας Αλέκος Φλωράκης, δεινός μελετητής της λιθογλυπτικής παράδοσης, διδάκτωρ στην Προβιομηχανική Τεχνολογία, είναι γνωστός στoν ερευνητικό χώρο για το επιστημονικό έργο του, στο πεδίο του λαϊκού πολιτισμού και ιδιαίτερα του υλικού πολιτισμού. Κύριο χαρακτηριστικό, που υποστηρίζει και την ποιότητα του έργου του είναι το γεγονός ότι ασχολείται με συγκεκριμένο χώρο, αυτόν της Τήνου και των Κυκλάδων ευρύτερα και εμβαθύνει σε συγκεκριμένα θέματα, χωρίς να αγνοεί το σύνολο του λαϊκού πολιτισμού, στο οποίο αυτά εντάσσονται. Εξ άλλου ξεκίνησε με μια συνολική καταγραφή του υλικού με το βασικό λαογραφικό βιβλίο του «Τήνος, Λαϊκός πολιτισμός». Εμβάθυνε με την μελέτη των τοπωνυμίων και μικροτοπωνυμίων του νησιού του και έχοντας πλήρη γνώση του χώρου επιχείρησε και επέτυχε να μελετήσει σε βάθος τις δραστηριότητες των κατοίκων, τις τεχνικές και γενικά ό,τι αναφέρεται στην υλική και άυλη κληρονομιά του νησιού και των γύρω νησιών.
Οι μελέτες για την τέχνη της λιθογλυπτικής-μαρμαρογλυπτικής αποτελούν μελέτες αναφοράς και ήταν φυσικό αποτέλεσμα η επιστημονική υποστήριξη από την πλευρά του του Μουσείου Μαρμαροτεχνίας στην Τήνο, του Ιδρύματος Πειραιώς και η συνακόλουθη σύνταξη και τεκμηρίωση της Πρότασης για την ένταξη της μαρμαροτεχνίας στον κατάλογο των θεμάτων της Άυλης Πολιτισμικής Κληρονομιάς της UNESCO. Παράλληλα, ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της εποχής του, δεν εγκαταλείπει την ενασχόλησή του με την ποίηση και τη λογοτεχνία και συμμετέχει στα κοινά με την ενεργή παρουσία του σε έγκριτες επιστημονικές Εταιρείες (Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία, Εταιρεία Κυκλαδικών Μελετών, Εταιρεία Τηνιακών Μελετών κ.ά., Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, Μουσείο Μαρμαροτεχνίας του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Πειραιώς κ.ά.).
Ο Αλέκος Ε. Φλωράκης, διδάκτωρ Εθνολογίας και Λαογραφίας, με καταγωγή, όπως ο ίδιος γράφει, από τη Νάξο, με το βιβλίο αυτό ξεπληρώνει το χρέος προς τον τόπο καταγωγής. Πρόκειται για το αποτέλεσμα πολυετούς έρευνάς του στο θέμα της μαρμαρογλυπτικής στη Νάξο. Στον Πρόλογο του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις πάντοτε φιλικές προς τον λαϊκό πολιτισμό εκδόσεις "ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ", σημειώνει: «Το βιβλίο αυτό έχει για μένα και μια ξεχωριστή σημασία, καθώς αναφέρεται στον τόπο της καταγωγής μου, τη Νάξο. Πέραν, λοιπόν, του επιστημονικού μου ενδιαφέροντος για το αντικείμενο, το θεωρώ και ως τιμή οφειλόμενη στην πατρική μου οικογένεια (Εγκαρές και Γαλήνη) και κατά ένα μικρό μέρος στη μητρική μου (Απεράθου)».
Είναι γνωστό ότι τα μεγάλα κέντρα νεοελληνικής μαρμαροτεχνίας υπήρξαν η  Πάρος και η Τήνος ή και αντίστροφα, τα οποία επεξέτειναν τη δραστηριότητά τους στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο με τεχνίτες οι οποίοι εργάσθηκαν αλλού αλλά και έργα που παράγονταν και πωλούνταν αλλού. Η Νάξος, όπως και άλλα νησιά του Αιγαίου, διαθέτοντας πρώτη ύλη και τεχνίτες, λειτούργησε ως περιφερειακό κέντρο, για την εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών. Εφ’ όσον διέθετε την πρώτη ύλη ήταν φυσικό να αναπτύξει εντόπια μαρμαρογλυφία, λόγω και της δυσκολίας μεταφοράς των σχετικών προϊόντων. Σύμφωνα με το υλικό που παρατίθεται στο βιβλίο και το οποίο μελέτησε ο Αλέκος Φλωράκης, η βυζαντινή παράδοση και γιατί όχι η αρχαία, η οποία προϋπήρξε στο νησί, εμπλουτίστηκε σταδιακά με δυτικές επιρροές στα τελευταία χρόνια της Λατινοκρατίας, όπου τοποθετεί την αφετηρία της νεότερης ναξιακής μαρμαρογλυπτικής.
Η περίοδος αυτή με τις ανάγκες για την κατασκευή δημοσίων και ιδιωτικών κτηρίων με διακοσμητικά μέλη και οικόσημα-θυρεούς, κυρίως στις κατοικίες των Βενετών αρχόντων, ευνόησε την εξέλιξη της τέχνης της μαρμαρογλυπτικής. Έτσι δημιουργήθηκε μεγάλος αριθμός ντόπιων μαστόρων, οι οποίοι προήγαγαν την παραδοσιακή τέχνη και τεχνική και ενδεχομένως επηρεάστηκαν από τις καινοτόμες τεχνικές και το διακοσμητικό θεματολόγιο μαστόρων που μετακλήθηκαν από μεγάλα καλλιτεχνικά εργαστήρια της Ιταλίας ή της βενετοκρατούμενης Κρήτης. Ωστόσο, όπως φαίνεται από το συγκεντρωθέν υλικό, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (17ος και κυρίως το 18ος αιώνας, η γειτονική Πάρος, με μεγαλύτερη παράδοση στην τέχνη ασκεί μεγαλύτερη επίδραση στην ναξιακή, όπως φαίνεται από την ομοιότητα τύπων, μορφολογικών και τεχνικών στοιχείων. Έτσι ο κ. Φλωράκης κάνει λόγο για κοινή « παροναξιακή » παράδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αντίθετα, από τα τέλη του 18ου αιώνα έως και τον 20ό, η επίδραση της Τήνου είναι περισσότερο εμφανής στην παραγωγή της Νάξου. Η εγγύτητα των νησιών είναι φυσικό να επιδρά στην όσμωση των τοπικών πολιτισμικών στοιχείων.
Στο βιβλίο αυτό, που αποτελεί καρπό μακρόχρονης ενασχόλησης του ερευνητή με το θέμα, η οποία ενασχόληση είχε εκδηλωθεί με σειρά μελετών που δημοσιεύτηκαν σταδιακά σε διάφορους συλλογικούς τόμους, η ναξιακή μαρμαρογλυπτική αποτυπώνεται στη μακρά πορεία της από το 15ο αιώνα μέχρι σήμερα, τις φάσεις της, τα θέματα και τις τεχνικές, τις επιδράσεις που δέχτηκαν, οι ανώνυμοι και επώνυμοι μαρμαράδες της. Οι « Δρόμοι και επιδράσεις στη ναξιακή μαρμαρογλυπτική » στη διάρκεια έξι αιώνων, η «Παναγία η Απεραθίτισσα και η Φιλωτίτισσα: δύο χαρακτηριστικά μνημεία μαρμαρογλυπτικής », ενοριακοί ναοί της Απειράνθου και του Φιλωτίου, οι οποίες διαθέτουν πλούσιο μαρμαρόγλυπτο διάκοσμο και συνδέονται με το πρόσωπο του ίδιου τεχνίτη, του Γιαννούλη Σκούτραλη ή « Ντηνιακού » (αρχές 19ου αιώνα). Για παράδειγμα, η Παναγία τη Φιλωτίτισσα, «το καύχημα των Φιλωτιτών για γενιές και γενιές, που παραμένει πάντα στη συνείδησή τους όχι μια απλή εκκλησία αλλά ένα μνημείο σύμβολο της θρησκευτικής και εθνικής αναγέννησης του Φιλωτιού στα νεότερα χρόνια, συνδέθηκε με την ιστορία του τόπου, με τους αγώνες για την απεξάρτηση από τους φεουδάρχες με παραδόσεις που άντεξαν, από στόμα σε στόμα, στο χρόνο και με την αδιάκοπη έως τις μέρες μας φροντίδα για τον καλλωπισμό του ναού. Τα μαρμάρινα έργα της Φιλωτίτισσας καλύπτουν διάστημα τριών αιώνων και συνδέουν το μεταβυζαντινό, το λαϊκό μπαρόκ και το νεοκλασικό ύφος. Η μελέτη τους φωτίζει, μεταξύ άλλων, λίγο περισσότερο και την ιστορία του μαρμάρου στη Νάξο. Παριανοί αρχικά και στη συνέχεια Τηνιακοί, μέσα από ποικίλους δρόμους, φαίνεται να ενίσχυσαν την ανάπτυξη της μαρμαροτεχνίας του νησιού, που έχοντας να επιδείξει κατά την αρχαιότητα μεγάλη γλυπτική παράδοση και διαθέτοντας πάντα την πρώτη ύλη, δεν στερήθηκε μαρμαράδες στα νεότερα χρόνια. Μαστόροι και κτίτορες, ιερείς, επίτροποι και δωρητές κράτησαν και κρατούν την Φιλωτίτισσα ωραία και καλλωπισμένη. Επί δύο αιώνες ο περικαλλής αυτός ναός παραμένει σημείο αναφοράς των Φιλωτιτών, λειτουργώντας για το χωριό ως σύμβολο τοπικής ταυτότητας και κοινοτικής συνοχής».
Η παρουσία του Τηνιακού μαρμαρά Γιαννούλη Σκούτραλη στη Νάξο και οι εργασίες του στην Παναγία τη Φιλωτίτισσα (1810-1811) και στην Παναγία την Απεραθίτισσα (1816) και προγενέστερα στην Τουρλιανή Μυκόνου (1806) έχουν ήδη επισημανθεί από την έρευνα. Έτσι επιχειρεί ο κ. Φλωράκης να φωτίσει περαιτέρω σημεία που παρέμεναν αδιευκρίνιστα, όπως η διαδρομή που ακολούθησε ο Σκούτραλης, οι λόγοι της εγκατάστασής του στ’ Απεράθου της Νάξου και η εκεί μαρμαροτεχνική δραστηριότητά του. Επίσης εξετάζει τη μορφολογία και τον διάκοσμο των έργων που κατασκεύασαν στην Απεραθίτισσα αυτός και οι γιοί του….. Σύμφωνα με την απεραθίτικη παράδοση για την κατασκευή του τέμπλου της Απεραθίτισσας κλήθηκε Τηνιακός μαρμαράς-λιθουργός, όπως αναφέρεται σε έγγραφα, ονόματι μάστρο-Γιαννούλης δούλεψε δέκα χρόνια και εγκαταστάθηκε στο χωριό κληροδοτώντας την τέχνη του στους απογόνους του.  
Συσχετίζοντας τις ομοιότητες του μητροπολιτικού ναού της Ζωοδόχου Πηγής Νάξου, με την Παναγία την Απεραθίτισσα και την Φιλωτίτισσα, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η εισαγωγή του οθωμανικού μπαρόκ από κωνσταντινουπολίτικο συνεργείο στο οποίο ανήκε ο μάστρο Γιαννούλης, που εργάστηκε στον μητροπολιτικό ναό της Ζωοδόχου Πηγής (1786-90) και σηματοδοτεί την μέσω των Τηνιακών μαστόρων του πρώτη επίδραση της Τήνου στην τοπική μαρμαρογλυπτική. Οι απόγονοι του Σκούτραλη συνέχισαν την τέχνη της μαρμαροτεχνίας. Αξιοποιώντας δίστιχο καλαντιστών στο σπίτι του δισέγγονού του Μιχάλη Γιαννούλη διατυπώνει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για καλό και γνωστό πελεκάνο:
Σήκωσ’ απάνω κι άνοιξε, ν’ανέβομε –ν-απάνω
Να χαίρεσαι τον άντρα σου το μπετροπελεκάνο.


Καταγράφει, τέλος, τα σύγχρονα λατομεία της μαρμαροφόρου Νάξου, συγκεντρωμένα στον Κυνίδαρο, και στους νεωτερισμούς στην τεχνική επεξεργασίας του μαρμάρου και αναφέρεται ιδιαίτερα στο λατομείο των αδελφών Καρποντίνη, στην ανατολική πλαγιά του Σανιδά προς τη Μονή, με άριστης ποιότητας (λεπτόκκοκο) μάρμαρο, δηλαδή ψιλόματο και κάτασπρο, το οποίο εξορυσσόταν με την παλιά συρματοκοπή, με νερό, σμιρίγλι και άμμο και με πετρελαιομηχανή και μετά άρχισε με σύρμα διαμαντέ, με βίντια. Οι είκοσι λατόμοι περιορίστηκαν σε δέκα. Σήμερα η εξόρυξη γίνεται με σύγχρονα μέσα.  Το «μάρμαρο στη σημερινή Νάξο», είναι το κεφάλαιο στο οποίο  περιγράφεται η λατομική αλλά και η μαρμαροτεχνική δραστηριότητα της σύγχρονης Νάξου, μια δραστηριότητα που υποδηλώνει την επάνοδο μιας παλιάς τέχνης μετά από διακοπή κάποιων δεκαετιών.
Η προσπάθεια ανασυγκρότησης της τέχνης και οι προοπτικές της για το μέλλον, ένα θέμα που ισχύει για το σύνολο σχεδόν των παραδοσιακών χειρωνακτικών τεχνών στον ελληνικό χώρο, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η εγκατάλειψη των τεχνών και τεχνικών κατά την δεκαετία του ’60 στον αγροτικό κυρίως χώρο, με την συγκέντρωση των τεχνιτών στα αστικά κέντρα οδήγησε στην χρήση άλλων οικοδομικών υλικών πιο εύχρηστων (τσιμέντο, γύψος κ.ά.). Έτσι, το 1972, ο αείμνηστος Νάξιος μελετητής Νίκος Κεφαλληνιάδης σημειώνει ότι «μαρμαράδες καλλιτέχνες δεν υπάρχουν πλεόν στη Νάξο».  Η επισήμανση του κ. Φλωράκη ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται επαναδραστηριοποίηση νέων τεχνιτών, απόφοιτων της Σχολής Μαρμαροτεχνίας Πανόρμου Τήνου ή και αυτοδίδακτων, στο πλαίσιο βεβαίως της σύγχρονης χειροτεχνίας είναι αξιοπρόσεκτη. Αυτή η πλευρά της εξέλιξης της τέχνης δείχνει πόσο σημαντική για την τοπική οικονομία είναι η Σχολή Μαρμαροτεχνίας στο γειτονικό νησί της Τήνου, αλλά και για την διατήρηση της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς της ευρύτερης περιοχής. Ο Νικόλας Βερύκοκκος που δραστηριοποιείται στην περιοχή του Γαλανάδου, φιλοτεχνώντας αντικείμενα εκκλησιαστικής μαρμαρογλυπτικής, αρχιτεκτονικές και επιτύμβιες κατασκευές, αλλά και μικροαντικείμενα για τους τουρίστες ξαναφέρνει στη Νάξο την μαρμαρογλυπτική, σκαλίζοντας με ικανότητα το μάρμαρο, δουλεύοντας με ενθουσιασμό και ευσυνειδησία, σύμφωνα με το γνωμικό που στολίζει τους τοίχους του εργαστηρίου του: Εκείνος που κατέχει μια τέχνη, την ακτινοβολεί σε κάθε του πράξη.
Ένας άλλος τεχνίτης του ναξιακού μαρμάρου αλλά και γενικότερα της πέτρας  με το παλαιϊκό εργαστήριό του στις Εγκαρές Νάξου είναι ο αυτοδίδακτος αγρότης Χρήστος Μπουλαξής, που ξεκίνησε μόνος του και τα έργα του είναι δικές του καλλιτεχνικές συνθέσεις, αλλά και χρηστικά αντικείμενα από μάρμαρο και ψηφιδωτά. Εξαντλητική βιβλιογραφία συνοδεύει τις καλά τεκμηριωμένες με υποσελίδιες παραπομπές μελέτες. Τέλος το φωτογραφικό υλικό, τεκμηριωτικό και διαφωτιστικό-επεξηγηματικό, διευρύνει τις δυνατότητες περαιτέρω επεξεργασίας του. Ο Αλέκος Φλωράκης με τις μελέτες του, καθώς στηρίζονται, πέρα από την βιβλιογραφία, σε πρωτογενή έρευνα, εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για σημαντικά θέματα του λαϊκού πολιτισμού των Κυκλάδων, και ανοίγει δρόμους για επιμέρους έρευνες σε μια σειρά από θέματα.  
Η Νάξος ένα από τα τοπικά κέντρα της νεοελληνικής μαρμαροτεχνίας με πρώιμη παρουσία (από τον 15ο αιώνα), δικούς της μαρμαράδες και πρώτη ύλη, έως και τις αρχές του 17ου αιώνα, δέχεται έντονη δυτική επίδραση, η οποία εντοπίζεται και στους ντόπιους τεχνίτες. Κατά την τουρκοκρατία, όπως φαίνεται μέσα από τα παραδείγματα θυρωμάτων, ανάγλυφων πλακών και τάφων, η παρουσία Παριανών μαστόρων στο νησί αλλά και η γενικότερη επίδραση της παριανής μαρμαρογλυπτικής, που οδήγησαν σε κοινή «παροναξιακή» παράδοση, δραστηριότητα των οποίων εντοπίζεται στο νησί κατά τον 19ο και 20ό αιώνα και εντοπίζονται νέα έργα τους. Παρουσία ή επίδραση της Χίου (όπως έχει πιθανολογηθεί) ή άλλων τοπικών κέντρων μαρμαροτεχνίας πλην της Πάρου και της Τήνου, δεν επισημαίνεται.  Καταφαίνεται εν τέλει, και στην περίπτωση της Νάξου, ότι η ανάπτυξη των επιμέρους κέντρων μαρμαροτεχνίας υπήρξε αποτέλεσμα αυτοτελούς διαδρομής, ενισχυόμενης κατά περιόδους τόσο από ορισμένα κέντρα μεγάλης διάρκειας (Ιταλία, Κωνσταντινούπολη) όσο και από τη μεταξύ των τοπικών κέντρων επικοινωνία.
Στην παρούσα ιστορική συγκυρία, η οποία φαίνεται ν’ αποτελεί την πιο κρίσιμη καμπή στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν τον πολιτισμό της βιομηχανικής και τεχνολογικής εποχής, οι οποίες ευαγγελίζονταν την επικράτηση μιας νέας παγκόσμιας κοινωνίας, στον αντίποδα των συντηρητικών, τάχα, κοινωνιών της «εντοπιότητας», τις οποίες προσπάθησαν να διαλύσουν,  φαίνεται να κλονίζονται. Σε αξιακό επίπεδο, η σχέση με την γη, που συνδέεται άρρηκτα με τη φύση, όπως την είχε αναπτύξει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, θεμέλιο των πολιτισμών της εντοπιότητας, έχει αρχίσει να επανέρχεται στο προσκήνιο.  Έτσι το μεσογειακό παραδοσιακό, συντηρητικό, πολιτισμικό πρότυπο, από τις αρχαιότερες και μακροβιότερες εκδοχές των πολιτισμών του χώρου, που γνώρισε τις τελευταίες δεκαετίες την απαξίωση εν ονόματι μιας διευρυμένης – παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, απασχολεί ξανά σοβαρά την διεθνή σκέψη.
Ευτυχώς που οι διαχρονικοί δεσμοί μας με τον χώρο (εντοπιότητα) δεν άφησαν να εξαφανιστούν όλα. Μπορούμε, λοιπόν, ακόμη να  ερευνήσουμε, να μελετήσουμε και να πειραματιστούμε ξανά σ’ ένα εναλλακτικό πρότυπο, που προσφέρουν οι διαχρονικοί πολιτισμοί της εντοπιότητας, για να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τη μεγάλη σύγκρουση που βρίσκεται σε εξέλιξη. Το πρότυπο οργάνωσης (κοινωνικής και οικονομικής), που συνδέεται οργανικά με τον τόπο και χαρακτηρίζεται από το μικρό μέγεθος, στα μέτρα του ανθρώπου, μπορεί να εξασφαλίσει την ισορροπία του ανθρώπου με τη φύση και του ατόμου με την κοινωνία.  Αυτό το πρότυπο προσιδιάζει στην φυσιογνωμία των μικροαγροτικών δομών, η οποία ίσχυε στον ελληνικό χώρο. Χάρη σ’ αυτές διασώθηκε το πλούσιο πολιτισμικό κεφάλαιο. Ας το ενισχύσουμε με κάθε τρόπο και ας ευχαριστήσουμε τον Αλέκο Φλωράκη, που πολύ νωρίς, όταν οι άλλοι τα έβλεπαν όλα αυτά γραφικά, εκείνος τα προστάτευσε με αγάπη για το μέλλον.





















Δεν υπάρχουν σχόλια: