‘Ο Γέροντάς μας-- ένας ΙΕΡΕΑΣ, ένας λειτουργός του Υψίστου που "ξεχείλιζε" από απλότητα και κατάνυξη. ¨Όσοι τον γνώρισαν θα μπορούσαν να πουν ότι πέρασε και άγγιξε την ζωή τους ένα πουλάκι-μία ανάλαφρη ψυχούλα.
--Λειτουργούσε καθημερινώς--και όταν τον ρωτούσες, αν αύριο θα έχει Λειτουργία, απαντούσε στερεότυπα: «Αν θελήσει ο Κύριος». Κατέβαινε από το κελί του στον ναό, και με σταθερά βήματα, σιωπηλός κατευθυνόταν προς την Ωραία Πύλη να «πάρει καιρό». Τυλιγμένος στο ράσο του, διάφανος μέσα στο μισοσκόταδο του ναού, περιστοιχισμένος από τις μικρές φλογίτσες των καντηλιών σαν από αστέρια του ουρανού. Με την είσοδο του στο ιερό "μεταμορφωνόταν"-δεν ήταν πλέον κοσμικά προσιτός- και μετά αργά, στοχαστικά μνημόνευε με μία τρυφερότητα, χωρίς αίσθηση χρόνου, με το βλέμμα παρατεταμένο στα δίπτυχα της Αγίας Πρόθεσης και στις σημειώσεις αμέτρητων πιστών. Μπροστά του- το Άγιο Ποτήριο σκεπασμένο, το Άγιο Δισκάριο να δέχεται τα ψίχουλα των ψυχών, ζώντων και τεθνεώτων, που αδιάλειπτα με τη λόγχη στο χέρι έβγαζε, και "ζωντάνευε", ως φύλακος θερμοπυλών, σε σχεδόν πλέον άδεια Μονή, πατέρες και μη, παλαιών ημερών……
εκεί στην Αγία Πρόθεση, με τα άμφια του-"ήτο Ιερεύς"με ένα πρόσωπο εκπάγλου κάλλους, ροδαλό κι ακτινοβόλο, σαν βυζαντινής εικόνας, και με "την κεφαλήν ασκεπήν" πολλαπλασίαζε τη φωτεινότητα και τη χάρη-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου